-
41 содержать
содержатьнесов1. συντηρώ:\содержать семью συντηρώ οἰκογένεια· \содержать армию συντηρώ στράτευμα·2. (вмещать, заключать в себе) περιέχω:руда содержит много железа τό μετάλλευμα περιέχει πολύ σίδηρο·3. (держать) κρατώ, συντηρώ:\содержать в порядке κρατώ σέ τάξη. -
42 беречь
-регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•-гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•
беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.
2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.
3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•
беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.
προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•
-гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !
-
43 владеть
ρ.δ. με οργν. πτ.1. κατέχω, είμαι κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης•владеть домами είμαι κάτοχος σπιτιών•
они -ют орудиями производства αυτοί κατέχουν τα μέσα παραγωγής.
|| μτφ. έχω•владеть талантом έχω ταλέντο.
2. εξουσιάζω, κρατώ•англия -еет еще гибралтаром η Αγγλία κατέχει ακόμα το Γιβραλτάρ.
|| μτφ. κυριεύω, κυριαρχώ•вдохновение -еет поэтом έμπνευση κατέχει τον ποιητή•
страсть -ла ею το πάθος την κυρίευσε.
|| μτφ. κρατώ, υποτάσσω στη θέληση μου•умение учителя владеть классом η ικανότητα του δάσκαλου να κρατεί στα χέρια του την τάξη.
3. χειρίζομαι•плотник хорошо -ет топором ο ξυλουργός καλά χειρίζεται το τσεκούρι•
владеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα.
4. ορίζω•больной не -еет правой рукой ο άρρωστος δεν ορίζει το δεξί χέρι.
|| αμ. είμαι ικανός να πράξω κάτι•у него рука не -еет δεν του πιάνουν τα χέρια.
εκφρ.владеть пером – έχω γερή πένα (γράφω πειστικά, εκφραστικά)•владеть собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου. -
44 водить
вожу, водишь, ρ.δ.μ.1. οδηγώ• πηγαίνω•водить детей гулять πηγαίνω τα παιδιά περίπατο.
|| βαδίζω επικεφαλής.2. οδηγώ (όχημα).3. κινώ επάνω σε•водить смычком по струнам κινώ το δοξάρι πάνω στις χορδές.
4. διατηρώ, έχω• συνάπτω•водить знакомство αποκτώ γνωριμίες•
водить дружбу συνάπτω φιλία.
5. τρέφω, κρατώ, διατηρώ•водить пчел τρέφω μελίσσια•
водить голубей κρατώ περιστέρια.
εκφρ.водить за нос – σέρνω α-πο τη μύτη (έχω υποχείριο)•водить хороводы – χορεύω κυκλικά τραγουδώντας1. υπάρχω, ζω• πολλαπλασιάζομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•в этой реке -ится много рыбы αυτό το ποτάμι έχει πολλά ψάρια•
в этом лесу -ится много дичи σ’ αυτό το δάσος υπάρχει πολύ κυνήγι.
|| παρατηρούμαι• συμβαίνω•этого прежде не -лось за вами αυτό πρίν δε συνέβαινε σε σας.
|| συνηθίζομαι•здесь это и -ится αυτό εδώ συνηθίζεται.
2. σχετίζομαι, συνδέομαι, συναναστρέφομαι•друг, с ним не -ишься φίλε, μ’ αυτόν μη κάνεις παρέα.
|| συχνάζω•дом, в котором черти -ятся σπίτι των διαβόλων ή φαντασμάτων.
εκφρ.как -ится – όπως συνηθίζεται. -
45 вычесть
-чту, -чтешь, παρλθ. χρ. вычел, -чла, -чло, μτχ. παρλθ. χρ. вычетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вычтенный, βρ: -тен, -а, -ο, επίρ. μτχ. вычтя, ρ.σ.μ.1. (μαθ.) αφαιρώ, βγάζω•вычесть семь от десяти αφαιρώ εφτά από τα δέκα.
2. κρατώ, κάνω κράτηση από το ολικό ποσό•вычесть задолжность κρατώ το χρέος.
-
46 законспирировать
-рую, -руешьρ.σ.μ. τηρώ, κρατώ μυστικό•законспирировать явочную квартиру κρατώ μυστικιά τη γιάφκα.
-
47 закрепить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрепленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. στερεώνω, στεργιώνω, σταθεροποιώ•-и доску гвоздем κάρφωσε τη σανίδα.
|| δένω•-и веревку δέσε γερά την τριχιά.
|| σφίγγω, τεντώνω•-и нитку, чтобы не распускался шов σφίξε γερά την κλωστή, για να μην ανοίξει η ραφή (να μην ξηλώσει).
(φωτογρ.) στερεώνω, φιξάρω.2. (στρατ.) διατηρώ, κρατώ•закрепить завоеванные позиции κρατώ τις κατειλημμένες θέσεις.
3. εξασφαλίζω, σιγουράρω, παγιώνω, εδραιώνω. || επικυρώ, κατοχυρώνω.5. καθιστώ δυσκοίλιο, προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ ΐη διάρροια.στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.). -
48 засекретить
-ечу, -етищь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засекреченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. τηρώ (κρατώ, φυλάγω) μυστικό, απόρρητο.2. εκμυατερεύομαι, κρατώ κάποιον ενήμερον χ ου μυστικού. -
49 оставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. αφήνω, ξεχνώ•я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.
|| βάζω, θέτω•оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.
|| αφήνω•оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•
оставить следы αφήνω ίχνη•
он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•
оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•
оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.
2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•
оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•
оставить бороду αφήνω γένεια•
оставить усы αφήνω μουστάκια.
3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.4. εγκαταλείπω, παρατώ•комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•
он -ил город αυτός άφησε την πόλη•
оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•
он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•
оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.
5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•оставить на работе αφήνω στη δουλειά•
оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.
6. σταματώ, διακόπτω•оставить разговор αφήνω την κουβέντα.
|| αποβάλλω, διώχνω•-ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•
оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.
7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».
εκφρ.в покое – αφήνω ήσυχο•оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•не своими милостями ή своим покровительством – παλ. δεν αφήνω στο έλεος. -
50 придержать
ρ.σ.μ.1. συγκρατώ, κρατώ λίγο, ελαφρά.2. διατηρώ συντηρώ κρατώ, φυλάγω. -
51 протоколировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. γράφω (κρατώ) πρακτικό, -ά, πράξη• γράφω, εγγράφω στα πρακτικά•протоколировать заседание κρατώ πρακτικά της συνεδρίασης.
2. περιγράφω ακριβώς και ξηρά (σαν σε πρακτικό).περιγράφομαι πιστά και ξηρά (σαν σε πρακτικό, στερεότυπα). -
52 сдержать
ρ.σ.μ.1. κρατώ, αντέχω, βαστώ•этот канат может сдержать пятьсот килограммов αυτή η χοντρή τριχία μπορεί να κρατήσει, πεντακόσια κιλά.
|| δεν αθετώ•сдержать слово κρατώ το λόγο.
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω•сдержать натиск противника συγκρατώ την πίεση του αντίπαλου•
сдержать лошадей συγκρατώ τα άλογα•
περιορίζω•сдержать шаг συγκρατώ το βάδισμα•
сдержать смех συγκρατώ τα γέλια•
сдержать слзы συγκρατώ τα δάκρυα.
(συγ)κρατ ιέμαι•он хотел что-то сказать, но -лся αυτός θέλησε κάτι να πει, όμως κρατήθηκε.
-
53 содержать
ρ.δ.μ.1. συντηρώ, διατρέφω•семью συντηρώ την οικογένεια.
|| εξασφαλίζω με μέσα.2. παλ. διατηρώ, έχω στην κατοχή μου•содержать трактир διατηρώ ταβέρνα.
3. παλ. • περιποιούμαι, εξυπηρετώ.4. κρατώ, τρέφω•кроликов τρέφω κουνέλια.
|| διατηρώ σε μια ορισμένη κατάσταση,5. περιορίζω την ελευθερία•содержать под арестом έχω υπο κράτηση•
содержать в тюрьмах κρατώ στις φυλακές.
6. περιέχω•овощи -ат витамины τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες.
1. συντηρούμαι, ζω.2. κρατιέμαι, τηρούμαι•всё дело -ится в секрете ή в тайне όλη η υπόθεση τηρείται μυστική.
3. εξασφαλίζομαι με τα απαραίτητα.4. χωρώ•в конюшне -атся до 30 лошадей στο σταύλο κρατιούναι περί τα 30 άλογα.
5. είμαι κρατούμενος•содержать в тюрьме κρατούμαι στη φυλακή.
6. περιέχομαι, ενυπάρχω•в овощах -атся витамины τα λάχανα έχουν βιταμίνες.
-
54 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
55 вычитать
1. мат. αφαιρώβγάζω2. (удерживать какую-л. сумму денег, предназначенных к выдаче) (παρα)κρατώκάνω κράτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычитать
-
56 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
57 деньги
τα χρήματ/α, τα λεφτάдержать - в банке κρατώ/έχω - στην τράπεζα-металлические - τα κέρματα, το μεταλλικό νόμισμαфальшивые - κίβδηλα -, κάλπικα - (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деньги
-
58 передерживать
1. (держать слишком долго, дольше, чем нужно) κατακρατώ, παρακρατώκρατώ υπερβολικά πολύ χρόνο2. кфт. υπερεκθέτω (στο φως).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передерживать
-
59 поддерживать
1. (служить опорой) (υπο)στηρίζω 2. (процесс, работу) συντηρώ 3. (оказывать помощь, содействовать в чём-л.) παρέχω βοήθεια, συμπαραστέκομαι, συνδράμω 4. (не дать прекратиться, приостановиться или нарушиться чему-л.) ενισχύω, διατηρώ, κρατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поддерживать
-
60 распирать
(стойками) мех. χωρίζω/κρατώ αποστάσεις μέσω των στηριγμάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распирать
См. также в других словарях:
κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
κρατώ — κρατάω / κρατώ, κράτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρατῶ — κρατέω to be strong pres subj act 1st sg (attic epic doric) κρατέω to be strong pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek
κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
συγκρατώ — συγκρατῶ, έω, ΝΜΑ [κρατῶ] 1. υποστηρίζω κάποιον ή κάτι για να μην πέσει (α. «το τοίχωμα θα συγκρατήσει τα χώματα» β. «την τελευταία στιγμή τόν συγκράτησε και δεν έπεσε στη θάλασσα») 2. κρατώ κάτι μέσα μου, δεν τό αφήνω να εκδηλωθεί νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek