-
21 колечко
-а ουδ.δαχτυλιδάκι• μικρός κρίκος. -
22 кольцо
-й, πλθ. кольца, колец, кольцам ουδ.1. κρίκος•гимнастические -а γυμναστικοί κρίκοι.
|| κύκλος - сатурна ο δακτύλιος του Κρόνου (αστέρα). || δαχτυλίδι•кольцо с бриллиантом δαχτυλίδι με μπριγιάντι•
обручальное кольцо δαχτυλίδι αρραβώνας.
2. κάθε κατασκεύασμα δακτυλιωτό. || κλοιός•кольцо врага ο κλοιός του εχθρού.
|| κύκλος. || τέρμα των τραμ, τρόλεϋ, λεωφορείων κλπ. (κυκλικής επιστροφής). || ρουλό•салфетное кольцо ρολό πετσετακιών.
επίρ. -ом, -ими δακτυλιοει-δώς, δακτυλιωτά• κυκλικά.εκφρ.сгибаться -ом ή гнуть спину в кольцо – υποκλίνομαι ταπεινά, προσκυνώ, υποκύπτω•свернуться -ом – κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι. -
23 опосредствование
-я ουδ.σύνδεση, ενδιάμεσος κρίκος. -
24 опосредствовать
-ствую, -ствуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опосредствованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.(φιλοσ.) χρησιμεύω σαν συνδετικός κρίκος. -
25 поводок
-дка α. χαλιναράκι χαλινάρι. || περιδερίδα (κρίκος) πρόσδεσης ζώου. || πετονιά, ορμιά. -
26 посредствующий
επ.ενδιάμεσος•-ее звено ενδιάμεσος κρίκος.
-
27 рым
-а α.(ναυτ.) κρίκος σιδερένιος. -
28 смычка
-и θ.1. σύνδεση, ένωση.2. το σημείο ένωσης, σύνδεσης.3. μτφ. επαφή, συνταύτιση.4. κρίκος αλυσίδας. -
29 трак
-а α.κρίκος ή δακτύλιος ερπύστριας. -
30 цепной
цепной 1επ.1. της αλυσίδας•-ое звено κρίκος αλυσίδας.
2. αλυσιδωτός, με αλυσίδα•-ая передача μετάδοση κίνησης με σ.λναίδα..
3. αλυσόδετος•-ая собака αλυσοδεμένο σκυλί.
4. αλυσοειδής.εκφρ.- ая реакция – αλυσωτή αντίδραση ή σχασμός•- ое правило – η μέθοδος των τριών.цепной 2επ.του δάρτη, του δαρτιού. -
31 шлёвка
-и θ.μεταλλικός κρίκος ανάρτησης αντικειμένων.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρίκος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκος — ο (AM κρίκος) κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός νεοελλ. 1. το μηχάνημα γρύλλος 2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού… … Dictionary of Greek
κρίκος — ο 1. μεταλλικός δακτύλιος, χαλκάς, κρικέλα. 2. δεσμός: Τα παιδιά τους είναι ο συνδετικός κρίκος της αγάπης τους. 3. συσκευή ανύψωσης βαρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάμεσος κρίκος — Η μορφή από την οποία προέρχεται κατά την εξέλιξη ενός είδους ένα νέο είδος. Ονομάζεται και ενδιάμεση μορφή ή συνδετικός κρίκος. Ο δ.κ. συνδέει φυλογενετικά το νέο είδος με τον πρόγονό του, όπως αποδεικνύεται από ανατομικές, εμβρυολογικές,… … Dictionary of Greek
δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… … Dictionary of Greek
κρίκε — κρίκος ring masc voc sg κρίζω creak aor imperat act 2nd sg κρίζω creak aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκοι — κρίκος ring masc nom/voc pl κρίκοῑ , κρίζω creak aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκοις — κρίκος ring masc dat pl κρίζω creak aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκον — κρίκος ring masc acc sg κρίζω creak aor ind act 3rd pl (homeric ionic) κρίζω creak aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκου — κρίκος ring masc gen sg κρίζω creak aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίκους — κρίκος ring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)