Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κουτσο

См. также в других словарях:

  • κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… …   Dictionary of Greek

  • κουτσό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 509 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 16 χλμ. ΝΑ της πόλης της Ξάνθης, προς τη βορειοδυτική όχθη της λίμνης Βιστωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιστωνίδος. * * * το βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Aromanians — Aromanians, Macedo Romanians, Vlachs Armâñji Total population 100.000[1] 1.000.000 Regions with significant populations …   Wikipedia

  • Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… …   Wikipedia

  • Koutso — ( el. Κουτσό) is a settlement in the Xanthi prefecture of Greece. It is located 7 kilometers east of Genisea, 5 kilometers southeast of Nea Kessani, and 15.5 kilometers northwest of Xanthi. In 1981, the population of Koutso was around 1118… …   Wikipedia

  • Marelle — Pour les articles homonymes, voir Marelle (homonymie). Le schéma le plus traditionnel. En bas la terre, en haut le ciel La marelle (de merel, mereau, XIIe s., « palet, jeton, petit caillou ») ou palet …   Wikipédia en Français

  • Κουτσοφλέβαρος — ο κοινή ονομασία τού Φεβρουαρίου, επειδή έχει λιγότερες μέρες από τους άλλους μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + Φλεβάρης] …   Dictionary of Greek

  • Κουτσόβλαχος — ο, θηλ. Κουτσοβλάχα στον πληθ. οι Κουτσόβλαχοι λατινόφωνοι κάτοικοι με ελληνική συνείδηση χωριών τής Θεσσαλίας, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Βόρειας Ηπείρου κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …   Dictionary of Greek

  • καρτεροδόντης — καρτεροδόντης, ὁ (Μ) αυτός που έχει δυνατά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + δόντης (< δόντι), πρβλ. αριο δόντης, κουτσο δόντης] …   Dictionary of Greek

  • κοντομύτης — α, ικο σιμός, αυτός που έχει κοντή μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μύτης (< μύτη), πρβλ. κουτσο μύτης, πλατσο μύτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»