-
1 κοπτικός
κοπτικόςmurderous: masc nom sg -
2 κοπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπτικός
-
3 κοπτικά
κοπτικόςmurderous: neut nom /voc /acc plκοπτικά̱, κοπτικόςmurderous: fem nom /voc /acc dualκοπτικά̱, κοπτικόςmurderous: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 κοπτικόν
κοπτικόςmurderous: masc acc sgκοπτικόςmurderous: neut nom /voc /acc sg -
5 κοπτική
κοπτικόςmurderous: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 κοπτικήν
κοπτικόςmurderous: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 κοπτικών
-
8 κοπτικῶν
-
9 κοπτική
-
10 κοπτικῇ
-
11 κοπτικοίς
-
12 κοπτικοῖς
-
13 κοπτικού
-
14 κοπτικοῦ
-
15 κοπτικώς
-
16 κοπτικῶς
-
17 κατακοπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακοπτικός
-
18 παρακοπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακοπτικός
-
19 περικοπτικός
περι-κοπτικός, f.l. for παρα-, Gal.10.930.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικοπτικός
-
20 προκοπτικός
A advantageous, Vett. Val.178.2, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκοπτικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοπτικός — murderous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικός — (I) ή, ό (ΑM κοπτικός, ή, όν) [κόπτω] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κόβει, αυτός που αναφέρεται στην κοπή ή στην κοπτική (α. «κοπτικά εργαλεία» β. «κοπτική μηχανή») 2. το θηλ. ως ουσ. η κοπτική η τέχνη τής κοπής υφασμάτων ή υποδημάτων … Dictionary of Greek
κοπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή ή τον κόφτη: Χρειαζόμαστε κοπτικά εργαλεία. 2. τοθηλ., κοπτική ως ουσ., η τέχνη της κοπής των ρούχων για ραφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπτικά — κοπτικός murderous neut nom/voc/acc pl κοπτικά̱ , κοπτικός murderous fem nom/voc/acc dual κοπτικά̱ , κοπτικός murderous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικῶν — κοπτικός murderous fem gen pl κοπτικός murderous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικόν — κοπτικός murderous masc acc sg κοπτικός murderous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικοῖς — κοπτικός murderous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικοῦ — κοπτικός murderous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικῇ — κοπτικός murderous fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτική — κοπτικός murderous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπτικήν — κοπτικός murderous fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)