-
1 κλέβω
(αόρ. έκλεψα, παθ. αόρ. (ε)κλέφτηκα и εκλάπην) μετ.1) красть, воровать; похищать (тж. человека); 2) перен. заимствовать, присваивать (чужую идею, изобретение и т. п.); совершать плагиат; 3) перен. похищать, уносить (покой и т. п.); § δούλεψε να φάς και κλέψε νάχεις погов, от трудов праведных не наживёшь палат каменных -
2 κλέβω
[клэво]end р. красть, воровать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλέβω
-
3 κλέβω
[клэво] ρ красть, воровать. -
4 κλέβω
крадеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κλέβω
-
5 κλέβω
1) carotter2) dévaliser3) tricher4) voler -
6 κλέβω
1) kraść czas.2) okradać czas.3) oszukiwać czas.4) ukraść czas. -
7 κλέβω
1) fixlovat2) krást3) ošidit4) podfouknout5) podvádět6) švindlovat7) ukrást -
8 κλέβω
1) cheat2) elope3) filch4) pinch5) stealΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κλέβω
-
9 dévaliser
κλέβω -
10 tricher
κλέβω -
11 voler
κλέβω -
12 fixlovat
κλέβω -
13 ošidit
κλέβω -
14 podfouknout
κλέβω -
15 podvádět
κλέβω -
16 švindlovat
κλέβω -
17 ukrást
κλέβω -
18 elope
κλέβω -
19 kraść
κλέβω -
20 okradać
κλέβω
См. также в других словарях:
κλέβω — κλέβω, έκλεψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κλέβω — και κλέφτω έκλεψα, κλέφτηκα και κλάπηκα, κλεμμένος 1. αφαιρώ κρυφά ή με απάτη πράγμα που ανήκει σε άλλον, ιδιοποιούμαι κάτι, βουτάω: Μπήκαν στο χρυσοχοείο το βράδυ κι έκλεψαν ρολόγια και κοσμήματα. 2. αρπάζω βίαια κόρη και τη νυμφεύομαι: Δεν του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
παρακλέβω — κλέβω πολύ συχνά ή κλέβω πάρα πολύ … Dictionary of Greek
λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… … Dictionary of Greek
στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αλληλοκλέβομαι — και αλληλοκλέπτομαι κλέβομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν κλέβω και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + κλέβω ( ομαι). Ο τ. αλληλοκλέπτομαι < αλληλο * + κλέπτω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκλοπή] … Dictionary of Greek
διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ … Dictionary of Greek
περισυλώ — άω, Α 1. αφαιρώ κάτι ολόγυρα, αφαιρώ τελείως 2. απογυμνώνω κάποιον ή κάτι από όλα ὁσα είχε επάνω του 3. κλέβω, αρπάζω 4. (κυρίως σχετικά με νεκρούς) κλέβω ὁ,τι πολύτιμο έχει, διενεργώ πλήρη σύληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συλῶ «αφαιρώ,… … Dictionary of Greek
υπεκκλέπτω — Α κλέβω κρυφά και αθόρυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκλέπτω «κλέβω κρυφά»] … Dictionary of Greek
υποσυλώ — άω, Α 1. αρπάζω κρυφά 2. κλέβω ξένες λέξεις και ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + συλῶ «κλέβω, αρπάζω»] … Dictionary of Greek