-
61 προς-φιλο-σοφέω
προς-φιλο-σοφέω, noch dazu, dabei philosophiren; Luc. Gall. 11; τῇ ἐρημίᾳ καὶ τῇ δικέλλῃ, Tim. 6; mit Einem Philosophie treiben, τινί.
-
62 προς-φιλής
προς-φιλής, ές, lieb, befreundet; ἔργον ϑεοῖσι προςφιλές, Aesch. Spt. 562; ὥς μ' ἔϑεσϑε προςφιλῆ, Soph. Phil. 528; ἡ χάρις προςφιλὴς μενεῖ, 544, u. öfter; superl., 224; u. adv. προςφιλῶς, El. 434; ὅσον μοι ψυχᾷ προςφιλές ἐστιν εἰπεῖν, Eur. Rhes. 345; εἰρήνη Μούσαισι προςφιλεστάτη, Suppl. 489; Her. 1, 163; οὔτε γὰρ ἂν ἄλλῳ ἀνϑρώπῳ προςφιλὴς εἴη ὁ τοιοῠτος, οὔτε ϑεῷ, Plat. Gorg. 507 e; τί πράττων προςφιλὴς παιδικοῖς γένοιτο, Lys. 206 c, u. öfter; auch liebreich, wohlwollend gegen Einen, Thuc. 7, 86; πρ. κατὰ τὴν ἀπάντησιν, Pol. 10, 5, 6. – Adv., ζῷεν ὀρϑότερον καὶ ἡμῖν προςφιλέστερον, Plat. Menex. 248 d; προςφιλῶς ἔχειν τινί, wohlwollend sein gegen Einen, Xen. Hell. 2, 3, 44; χρῆσϑαί τινι, Mem. 2, 3, 16.
-
63 προς-φορά
προς-φορά, ἡ, das Darbringen, Darreichen, auch die Gabe, Soph. O. C. 587; Vergrößerung, Vermehrung, τῶν γὰρ ἡμαρτημένων ἄκη μὲν ἔστι, προςφορὰ δ' οὐκ ἔστ' ἔτι, ib. 1272; – κλιμάκων, das. Ansetzen, Pol. 5, 16, 7; – Anwendung, Gebrauch, διαπυϑόμενος αὐτοῦ μήτε τὴν ἐργασίαν, μήτε τὴν προςφοράν, ὅντινα τρόπον προςφέρειν δεῖ, Plat. Legg. I, 638 c; – das was man zu sich nimmt, das Essen, Arist. probl. 11, 20; πόσεις καὶ πρ., Plut. de san. tu. p. 390; vom Weine bei Ath. I, 33 f bedeutet es den Geruch, wie Theophr.
-
64 προς-φώνημα
προς-φώνημα, τό, Gegenstand der Anrede, auch Anrede, Benennung; ὦ δισσὰ πατρὸς καὶ κασιγνήτης ἐμοὶ ἥδιστα προςφωνήματα, Soph. O. C. 326; προςφωνημάτων κλύειν, Eur. Alc. 1147.
-
65 προς-χέω
-
66 προς-χέω [2]
-
67 προς-ψεύδομαι
προς-ψεύδομαι, dep. med., dazulügen, εἰ καί τινα προςέψευσται αὐτός, D. Sic. 14, 65.
-
68 προς-όδιος
προς-όδιος, zum feierlichen Aufzuge in einen Tempel gehörig; τὸ προςόδιον, sc. μέλος, ein Lied, welches bei feierlichen Aufzügen zum Tempel gewöhnlich unter Flötenbegleitung gesungen wurde, VLL., mit Belegen aus Soph. frg. 435 u. A.; bes. feierliches Danklied, daher auch das Dankfest selbst, Ar. Av. 853, wo der Schol. erkl. τὰ εἰς πανηγύρεις τῶν ϑεῶν ποιήματα; vgl. Spanh. Call. Iov. 1; μέλος προςόδιον καὶ πομπικόν, Plut. Aemil. Paull. 33.
-
69 προς-απο-στερέω
προς-απο-στερέω, noch dazu berauben, bes. um Geborgtes betrügen, c. gen., ὑβρίσϑην καὶ τῆς νίκης προαπεστερήϑην Dem. 21, 67, u. Sp.
-
70 προς-α-τῑμόω
προς-α-τῑμόω, noch dazu entehren, beschimpfen, bes. der bürgerlichen Ehre berauben, zu einem ἄτιμος machen, οὐ μόνον ἔσομαι τῶν πατρῴων ἀπεστερημένος, ἀλλὰ καὶ προςητιμωμένος, Dem. 27, 67.
-
71 προς-ευθύνω
προς-ευθύνω, noch dazu prüfen, untersuchen, zur Rechenschaft ziehen, Arist. Pol. 6, 8, ἀρχὴ προςευϑυνοῠσα καὶ λογισμὸν ληψομένη.
-
72 προς-κατ-οικίζω
προς-κατ-οικίζω, noch dazu in eine Ansiedlung versetzen, καὶ ἄλλους τῶν περιοίκων, Arr. An. 4, 22, 6.
-
73 προς-εκ-τίνω
προς-εκ-τίνω (s. τίνω), noch dazu büßen, bezahlen; δίκην, Plat. Legg. XI, 933 e; χρήματα καὶ ζημίαν, Plut. Phoc. 27.
-
74 προς-εκ-χλευάζω
προς-εκ-χλευάζω, noch dazu verspotten, verlachen, καὶ γὰρ ὑβριστικῶς προςεκκεχλευακὼς ὑμᾶς φανήσεται, Dem. 24, 15.
-
75 προς-εγ-γυάομαι
προς-εγ-γυάομαι, sich noch dazu verbürgen, καὶ τοῠ τῆς δίκης ὀφλήματος προςεγγυήσασϑ αι, Dem. 31, 11.
-
76 προς-εικάζω
προς-εικάζω, ähnlich machen, verähnlichen, vergleichen; ποίᾳ ξυμφορᾷ προςεικάσω; Aesch. Ch. 12; τὰς ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰς μεσημβρινοῖσι ϑάλπεσιν προςείκασεν, Spt. 413; προςεικάζει μέ τῳ; Eur. El. 559; vgl. Rhes. 696; Plat. Tim. 79 d; τὰ τῆς ψυχῆς πάϑη τῷ εἴδει προςῃκάζομεν, vulg. προςεικάζομεν, Xen. Mem. 3, 10, 8; Aeschin. u. Folgde; schließen, vermuthen, Sp.
-
77 προς-γελάω
προς-γελάω (s. γελάω), Einen anlachen; τί προςγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων; Eur. Med. 1041; προςγελάσεται, Ar. Pax 583; τινά, Her. 5, 92, 3; προςγελᾷ τε καὶ ἀσπάζεται πάντας, Plat. Rep. VIII, 566 d; übertr., ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προςγελᾷ, Aesch. Eum. 246; Einem zulachen, τινί, Valck. Hipp. 862.
-
78 προς-καλέω
προς-καλέω (s. καλέω), anrufen, δεύτερόν σε προςκαλῶ, Soph. Ai. 89; hinzu-, herbeirufen, -holen, Plat. Men. 82 a; ἐϑελοντηδὸν προςκαλοῠντες τοὺς Βοιωτούς, Thuc. 8, 98; auch med., zu Hülfe für sich, Her. 1, 69 (aber προςκαλεῖσϑαί τινα ἐς λόγους, 4, 201, ist falsche Lesart für προκαλεῖσϑαι); προςκαλουμένη πολλοῖς φιλήμασι, Luc. Asin. 51; προςκαλέσασϑαι ἐπὶ τὸν ἀναδασμόν, Epist. Saturn. 31. – Gew. bei den Attikern = vor Gericht laden, anklagen, τινά, Ar. Nubb. 1259, τινὰ ὕβρεως, Vesp. 1417, u. öfter; καὶ δίκας τῶν Φλιασίων προςκαλουμένων οὐκ ἐδίδοσαν, Xen. Hell. 7, 4, 11, wenn es nicht hier προκαλ. heißen muß; δίκην, Lys. 21, 19; Dem. u. a. Redner oft; bes. zum Zeugniß, Plat. Legg. XI, 936 e; κλητῆρας ἔχων, Dem. 34, 13; κατὰ Δήμωνος εἰς μαρτυρίαν, 29, 20.
-
79 προς-κολλάω
προς-κολλάω, daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προςκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.
-
80 προς-βασανίζω
προς-βασανίζω, noch dazu foltern, καὶ στρεβλοῦν, Ath. V, 214 c.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
προς — πρόθεση που σημαίνει τη διεύθυνση· έχει επίσης και την έννοια του περίπου χρονικά ή τοπικά. Ήρθε προς το βράδυ. – Πήγαινε προς την Kαβάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek