-
1 φλόξ
A flame of fire, Od.24.71, etc.;δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Il.8.135
;τῆς δὲ [νηὸς] κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ 16.123
; ; more fully,φλὸξ Ἡφαίστοιο Il.17.88
, Od. l.c.;πυρός Pi.P.4.225
, E.Ba.8, Heracl. 914 (lyr.), Pl.Ti. 83b, etc. (but alsoφλογὸς αἰθέριον πῦρ Parm.8.56
); φλογὸς σπέρμα, of live charcoal, Pi.O.7.48; ἀναιθύσσειν, θύειν, E.Tr. 344, IT 1331; ἐγείρειν, παρακαλεῖν, X. Smp.2.24, Cyr.7.5.23;ἐμβαλεῖν τινι E.Alc.4
, Rh. 120;σβέσαι Th.2.77
;φ. ἀπέσσυτο Hes.Th. 859
;ἀπορρέουσα Pl.Ti. 67c
; φλογὸς ἀποσβεσθείσης ib. 58c: later in pl., flames, meteors, Arist.Mete. 341b2, Mu. 392b3, 400a30, Orph.L. 178, Nic.Fr.74.48.3 of other kinds of flame, φ. κεραυνία, οὐρανία, of lightning, A.Pr. 1017, E.Med. 144 (anap.); of the heat of the sun, A.Pr.22, Pers. 505, S.Tr. 696; flash of a miraculous cloud, Il.18.206; of precious stones,ψυχρὰ φ. Pi.Fr. 123.5
; the blade of a sword, LXX Jd.3.22, Aq., Thd.1 Ki.17.7.4 in similes and metaphors, φλογὶ εἴκελος, ἶσος, of fiery warriors, Il.13.330, 39; φ. οἴνου the fiery strength of wine, E.Alc. 758;φ. πήματος S.OT 166
(lyr.).II wallflower, Cheiranthus Cheiri, Thphr.HP6.6.2. -
2 κατακαίω
Aκατακαιέμεν Il.7.408
: [tense] fut. : [tense] aor.κατέκαυσα Th.7.25
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κατέκηε Il.6.418
; [ per.] 1pl. subj. κατακήομεν (v.l. -κείομεν) Il.7.333; inf.κατακῆαι Od.11.46
, κακκῆαι ib.74 (v.l. -κεῖαι): [tense] pf.- κέκαυκα X.HG6.5.37
, Phld. Acad.Ind.p.69M.:—[voice] Pass., [tense] fut.- καυθήσομαι Ar.Nu. 1505
,- καήσομαι 1 Ep.Cor.3.15
: [tense] aor. κατεκαύθην (the [dialect] Att. form) Hdt.4.69, 6.101,κατεκάην Id.1.51
, 2.107; [dialect] Lacon. inf.- καῆμεν Plu.Lyc.20
; - εκαύσθην Chron.Lind.D.41: [tense] pf.- κέκαυμαι And.1.108
:— burn completely, in Hom. of sacrifices and dead bodies,κατακήομεν αὐτούς Il.7.333
;μιν κατέκηε σὺν ἔντεσι 6.418
; κ. τοὺς μάντιας burn them alive, Hdt. 4.69;ζῶντα κατακαυθῆναι Id.1.86
, cf. 2.107; of cities and houses, etc.,κατὰ μὲν ἔκαυσαν.. πόλιν Id.8.33
;κατεκαίετο ὁ ἐν Δελφοῖσι νηός Id.1.50
; [ οἰκίη]κατεκάη Id.4.79
;κατακαυθέντων ἱρῶν Id.6.101
;τείχη -κεκαυμένα And.
l.c.; γῆ κατακεκαυμένη burnt earth, Arist. Mete. 358a14; Κατακεκαυμένη, name of the upper valley of the Hermus, in Lydia, Str.13.4.11, cf. κατακεκαυμενίτης; of the fingers, to be burnt with hot food, Porph.Abst.4.15; alsoκ. τὴν κοιλίαν PMagd.33.4
(iii B.C.).2 of hot winds, parch,τὰ ἐκ τῆς γῆς PHib.1.27.73
(iii B.C.), al.3 metaph.,ὁ ἔρως ἐμέ.. κατακέκαυκεν Lyr.Alex.Adesp.8
(c):—[voice] Pass.,τὰ στόματα -κάεται ἐπὶ τέχνην Anaxandr. 33.6
;- καίομαι καταλελειμμένη Lyr.Alex.Adesp.1.24
.II [voice] Pass., of fire, κατὰ πῦρ ἐκάη had burnt down, burnt out, Il.9.212.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακαίω
См. также в других словарях:
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek