Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατὰ+γνώμην+τινός

  • 1 Taste

    v. trans.
    P. and V. γεύεσθαι (gen.), P. ἀπογεύεσθαι (gen.).
    Of things, to taste sweet: use P. and V. ἡδέως ἔχειν.
    met., have a taste of, experience: P. and V. γεύεσθαι (gen.).
    To have had a taste of: P. and V. γεγεῦσθαι (gen.), πεπειρᾶσθαι (gen.) (perf. infin. mid. of πειρᾶν) (Eur., frag.), P. διαπεπειρᾶσθαι (gen.) (perf. infin. mid. of διαπειρᾶν).
    ——————
    subs.
    P. γεῦσις, ἡ ( Aristotle).
    Tongue: P. and V. γλῶσσα, ἡ (Plat., Theaet. 159D).
    The sense of taste: P. ἡ διὰ τῆς γλώσσης δύναμις (Plat., Theaet. 185C).
    That which is tasted: Ar. and V. γεῦμα, τό (Eur., Cycl.).
    Give taste of: P. and V. γεύειν (τινά τινος).
    To one's taste: use P. and V. κατὰ γνώμην, Ar. and P. κατὰ νοῦν.
    Elegance: P. and V. χρις, ἡ.
    Culture: P. τὸ φιλόκαλον.
    Have a taste for: P. εὐφυὴς εἶναι (εἰς, acc. or πρός, acc.).
    In good taste, adj.: Ar. and P. ἐμμελής.
    In bad taste: P. and V. πλημμελής.
    Lacking in taste: P. ἀπειρόκαλος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Taste

См. также в других словарях:

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»