-
21 ῥώμη
A bodily strength, might, Xenoph.2.11, Hdt.1.31, 8.113; γυίων ῥ. A.Pers. 913 (anap.);μεῖζον ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν S.Tr. 1019
(lyr.);ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχούμεθ' E.Or.69
; , cf. Agatho 27; εἴ τῳ.. προλίποι ἡ ῥ. καὶ τὸ σῶμα, i.e. his bodily strength, Th.7.75; ὁ μετὰ ῥώμης γιγνόμενος θάνατος in the full strength or vigour of life, Id.2.43; ὑγίειαν καὶ ῥ. Pl.Phdr. 270b; τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥ. Id.Smp. 190b;ῥ. καὶ τόλμῃ D.18.220
;ῥώμης ἀκμή Eub.7.6
: pl., πιστεύοντες ταῖς αὑτῶν ῥ. Lys.24.16; ταῖς τῶν σωμάτων ῥ. X.Cyr.3.3.19.2 of nations, armies, and the like ,τὴν παροῦσαν νῦν ῥ. πόλεως Th.4.18
.3 of things, strength, force, might,δορός E.Supp.26
; ; ; alsoῥ. ψυχῆς X.Cyr.4.2.14
; ; τοῦ λέγειν ib. 711e; ; ἡ τῶν λόγων ῥ. Cratin.Jun.7.3.4 οὐ μιᾷ ῥώμῃ not single-handed, S.OT 123: a force, i.e. army, X.An.3.3.14, HG7.4.16.5 confidence,τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐγεγένητό τις ῥ., διότι τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας.. εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι Th.7.18
, cf. 42, 4.29.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek