-
21 клоака
-и θ.1. υπόνομος. || βόθρος, λάκκος, λακκούβα.2. βρώμικο μέρος, κοπρώνας, κοπρδλακκος, βορβορότοπος. || μτφ. άνθρωπος βρωμερός, κακοήθης, παλιάνθρωποςΟ πρωκτός. -
22 несуразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно.1. παράλογος ασυνάρτητος κουτός, ανόητος, άμυαλος, αστόχαστος άχαρος•-ые слова ασυνάρτητα λόγια•
несуразный разговор άχαρη συνομιλία.
|| κακοήθης, αχρείος.2. διάστροφος, άγαρμπος, κακοφτιαγμένος, ασουλούπωτος•-ая фигура ασουλούπωτη φιγούρα.
-
23 опухоль
-и θ.όγκος, εξόγκωμα, πρήξιμο•доброкачественная опухоль καλοήθης όγκος•
злокачественная опухоль κακοήθης όγκος.
-
24 пакостник
-а α.-ца, -ы θ.κακοήθης, αχρείος, αισχρός, αισχρουργός, παλιάνθρωπος. -
25 пакостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноκακοήθης, αχρείος, αισχρός, βρωμερός• φαύλος. -
26 повеса
-ы α. παλ. σοκακιαρόπαιδο, αγυ-ιόπαις, χαμίνι, κακοήθης νέος, αλανάκι. -
27 порочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. κακοήθης, διεφθαρμέμος, ακόλαστος, ανήθικος, φαύλος.2. λαθεμένος ελαττωματικός πλημμελής.εκφρ.порочный круг – φαύλος κύκλος. -
28 ублюдочный
επ., (απλ.) φαυλόβιος, αχρείος, πρόστυχος, κακοήθης, αλητήριος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κακοήθης — ill disposed masc/fem acc pl (attic epic doric) κακοήθης ill disposed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κακοήθης ill disposed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
κακοήθης υπερθερμία — Γενετική διαταραχή που προκαλεί ισχυρές μυϊκές συσπάσεις και επικίνδυνα υψηλό πυρετό, όταν στον ασθενή χορηγούνται αναισθητικά αέρια πριν από μια εγχείρηση … Dictionary of Greek
κακοήθης, -ης, κακόηθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει κακό ήθος, ανήθικος, φαύλος, αυτός που γίνεται όχι σύμφωνα με τον ηθικό νόμο: Αυτό αποτελεί κακοήθη συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοηθέστερον — κακοήθης ill disposed adverbial comp κακοήθης ill disposed masc acc comp sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθει — κακοήθης ill disposed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κακοήθης ill disposed masc/fem/neut dat sg κακοήθεϊ , κακοήθης ill disposed dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθη — κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κακοήθης ill disposed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κακοήθης ill disposed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθεστάτων — κακοήθης ill disposed fem gen superl pl κακοήθης ill disposed masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθεστέρων — κακοήθης ill disposed fem gen comp pl κακοήθης ill disposed masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθέστατα — κακοήθης ill disposed adverbial superl κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθέστατον — κακοήθης ill disposed masc acc superl sg κακοήθης ill disposed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)