Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καθορίζω

  • 81 точно

    επίρ.
    1. ακριβώς, με ακρίβεια•

    он всё далает точно αυτός όλα τα κάνει με ακρίβεια•

    точно определить расстояние καθορίζω ακριβώς την απόσταση•

    переписать текст точно αντιγράφω το κείμενο με ακρίβεια.

    2. (με τις λέξεις: такой, тот, так) εντελώς, πλήρως• ολοσχερώς•

    -такой пиджак εντελώς το ίδιο σακκάκι.

    3. αλήθεια, πραγματικά, σωστά•

    да точно умер его отец? αλήθεια, πέθανε ο πατέρας του;

    4. точнее συγκρ. β. ακριβέστερα, για μεγαλύτερη ακρίβεια, για να είμαι πιο ακριβής.
    σύνδ.
    1. ακριβώς σαν. || σαν, ωσάν.
    2. μόριο• φαίνεται, σάμπως.

    Большой русско-греческий словарь > точно

  • 82 управлять

    -яю, -яешь μτχ. ενστ. управляющий, παθ. μτχ. ενστ. управлюемый, βρ: -ляем, -а, -о
    ρ.δ. (με οργν.).
    1. διευθύνω, οδηγώ•

    управлять автомобилем οδηγώ το αυτοκίνητο•

    управлять судном πηδαλιουχώ (τιμονιάρω) σκάφος.

    || χειρίζομαι•

    управлять кистью χειρίζομαι το πινέλο.

    || διευθύνω, κουμαντάρω• κανονίζω.
    2. διοικώ• κυβερνώ-διευθύνω•

    управлять государством κυβερώ το κράτος•

    управлять страной κυβερνώ τη χώρα•

    управлять заводом διευθύνω το εργοστάσιο.

    || διαχειρίζομαι•

    управлять хозяйством διαχειρίζομαι το νοικοκυριό ή την οικονομία.

    || εξουσιάζω•

    безумным человеком -ют страсти τον ανόητο άνθρωπο τον κυβερνούν τα πάθη.

    3. (γραμμ.) καθορίζω, απαιτώ• θέλω•

    переходные глаголы -ют винительными падежом τα μεταβατικά ρήματα θέλουν το αντικείμενο σε αιτιατική πτώση.

    1. διευθύνομαι, οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. βλ. управиться.

    Большой русско-греческий словарь > управлять

  • 83 уточнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уточнённый, βρ: -нён, -нена, нено
    ρ.σ.μ. καθορίζω επακριβώς• εξακριβώνω• διαπιστώνω•

    -сведения εξακριβώνω τις πληροφορίες.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω•

    уточнить ряд пунктов договора διευκρινίζω μια σειρά σημείων της συμφωνίας•

    уточнить выводы διασαφηνίζω τα συμπεράσματα.

    καθορίζομαι επακριβώς κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > уточнить

  • 84 фиксировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. (γραπ. λόγος)• ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•

    конституция -рует права граждан το σύνταγμα καθορίζει τα δικαιώματα του πολίτη.

    || σημειώνω, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ•

    фиксировать все сведения καταγράφω όλες τις πληροφορίες.

    2. προσηλώνω, καρφώνω, συγκεντρώνω•

    фиксировать внимание προσηλώνω την προσοχή.

    3. στερεώνω.
    4. αφομοιώνω.
    1. ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδιορίζομαι. || σημειώνομαι, εγγράφομαι, καταγράφομαι.
    2. προσηλώνομαι, καρφώνομαι,συγκεντρώνομαι•

    внимание -лось на дальней точке η προσοχή προσηλώθηκε σε μακρινό σημείο.

    || στερεώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > фиксировать

См. также в других словарях:

  • καθορίζω — καθορίζω, καθόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθορίζω — (Α καθορίζω) ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία τής συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.) νεοελλ. διασαφηνίζω, διευκρινίζω αρχ. μέσ. καθορίζομαι πάπ. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… …   Dictionary of Greek

  • καθορίζω — καθόρισα, καθορίστηκα, καθορισμένος, προσδιορίζω κάτι ακριβώς: Η επιτροπή καθόρισε τους όρους του διαγωνισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθορίζετε — καθορίζω determine pres imperat act 2nd pl καθορίζω determine pres ind act 2nd pl καθορίζω determine imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοριεῖ — καθορίζω determine fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καθορίζω determine fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοριοῦσιν — καθορίζω determine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καθορίζω determine fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζει — καθορίζω determine pres ind mp 2nd sg καθορίζω determine pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζοντα — καθορίζω determine pres part act neut nom/voc/acc pl καθορίζω determine pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζουσι — καθορίζω determine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθορίζω determine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίσαι — καθορίζω determine aor inf act καθορίσαῑ , καθορίζω determine aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμονομώ — καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τούς αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + νομώ( έω) < νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»