-
21 εἰλικρινής
чистый, искренний; син. καθαρός; εἰλικρινής говорит о чистоте без плохих примесей.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰλικρινής
-
22 καθαίρεση
καθαίρεση ηотстранение от сана, снятие санаЭтим.< καθαίρω < дргр. καθάρ-jω < καθαρός «чистый» -
23 1506
{прил., 2}чистый, искренний; говорит о чистоте без плохих примесей.Синонимы: 2513 ( καθαρός).Ссылки: Флп. 1:10; 2Пет. 3:1.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1506
-
24 εἰλικρινής
{прил., 2}чистый, искренний; говорит о чистоте без плохих примесей.Синонимы: 2513 ( καθαρός).Ссылки: Флп. 1:10; 2Пет. 3:1.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εἰλικρινής
-
25 ειλικρινής
{прил., 2}чистый, искренний; говорит о чистоте без плохих примесей.Синонимы: 2513 ( καθαρός).Ссылки: Флп. 1:10; 2Пет. 3:1.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ειλικρινής
-
26 2513
{прил., 28}чистый, очищенный.Синонимы: 1506 ( εἰλικρινής).Ссылки: Мф. 5:8; 23:26; 27:59; Лк. 11:41; Ин. 13:10, 11; 15:3; Деян. 18:6; 20:26; Рим. 14:20; 1Тим. 1:5; 3:9; 2Тим. 1:3; 2:22; Тит. 1:15; Евр. 10:22; Иак. 1:27; 1Пет. 1:22; Откр. 15:6; 19:8, 14; 21:18, 21; 22:1. LXX: 2890 (רוֹהטְ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2513
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθαρός — physically clean masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. παστρικός, αλέρωτος: Πρέπει να διατηρούμε το σώμα μας καθαρό. 2. ανόθευτος, αγνός, αμιγής: Αυτό είναι καθαρό οινόπνευμα. 3. διαυγής, αίθριος: Σήμερα έχουμε καθαρό ουρανό. 4. αυτός που αγαπάει την καθαριότητα: Ο μάγειρας που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καθαρός, Μιχαήλ — (14ος αι.).Νόθος γιος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δευτερότοκου γιου του Ανδρόνικου B’ (1282 1328), και της Καθαράς, θεραπαινίδας της συζύγου του, από την οποία πήρε το επώνυμό του. Ο παππούς του, Ανδρόνικος B’, επειδή δυσαρεστήθηκε από την… … Dictionary of Greek
καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρώτερον — καθαρός physically clean adverbial comp καθαρός physically clean masc acc comp sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτάτων — καθαρός physically clean fem gen superl pl καθαρός physically clean masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτέραις — καθαρός physically clean fem dat comp pl καθαρωτέρᾱͅς , καθαρός physically clean fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρωτέρων — καθαρός physically clean fem gen comp pl καθαρός physically clean masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρόν — καθαρός physically clean masc acc sg καθαρός physically clean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρώτατα — καθαρός physically clean adverbial superl καθαρός physically clean neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)