-
1 καθαρά
-
2 καθαρᾷ
-
3 καθαρά
επίρρ.1) чисто; 2) ясно, чётко; 3) явно, открыто; недвусмысленно;πες το καθαρά — скажи прямо;
§ φαίνεται καθαρά και ξάστερα — яснее ясного
-
4 καθαρά
καθαρόςphysically clean: neut nom /voc /acc plκαθαρά̱, καθαρόςphysically clean: fem nom /voc /acc dualκαθαρά̱, καθαρόςphysically clean: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 καθαρᾷ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθαρᾷ
-
6 καθαρὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθαρὰ
-
7 καθαρά
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καθαρά
-
8 καθαρά
[катара] επίρ. чистоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθαρά
-
9 καθαρά
[катара] επίρ чисто. -
10 καθαρά
1) clearly2) visiblyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καθαρά
-
11 Καθαρά Εβδομάδα
Καθαρά Εβδομάδα ηпервая неделя Великого Поста (Чистая Неделя). Начинается с Чистого Понедельника и заканчивается Неделей Торжества ПравославияΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Καθαρά Εβδομάδα
-
12 чисто
καθαρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чисто
-
13 καθαράν
καθαρά̱ν, καθαρόςphysically clean: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 καθαράς
καθαρά̱ς, καθαρόςphysically clean: fem acc pl -
15 ясно
ясно1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:\ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·2. предик безл (понятно):\ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια -
16 καθαρός
κᾰθᾰρός (-οῦ; -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν.)a act., purifying νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ (others interpr. as pass.) O. 1.26b pass., unsullied: honestπρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16
Ὀρτυγίας τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων O. 6.93
φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15
( πλοῦτον)ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ P. 5.2
διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ (Casaubon: κιθάραι codd. Athenaei) fr. 122. 16. of light, clear,φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14
Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 4. of place, unobstructedκελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.23
εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
pro subs., Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε in the open O. 10.45c frag. ]καθαρὸν δ[ Pae. 8.90
-
17 чисто
επίρ.1. καθαρά, παστρικά•работать чисто εργάζομαι καθαρά•
говорить чисто μιλώ καθαρά.
2. ως κατηγ. είναι καθαρά•у нас в комнате всегда чисто το όωμάτιό μας είναι πάντοτε καθαρό.
3. επίρ. (διαλκ.) εντελώς, τελείως.4. εντελώς όπως, πανομοιότυπα.εκφρ.чисто начисто – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, παστρικότατα. -
18 чисто
чисто1. нареч καθαρά [-ώς], μετά καθαριότητος:\чисто вымыть ру́ки πλένω καλά τά χέρια· \чисто одеваться ντύνομαι καθαρά·2. предик безл εἶναι καθαρό:здесь \чисто ἐδῶ εἶναι καθαρά. -
19 καθαρός
καθαρός, ά, όν (s. καθαρίζω; Hom.+)① pert. to being clean or free of adulterating matter, clean, pure, of a cup Mt 23:26. σινδών clean linen (PGM 4, 1861; 2189; 3095; 5, 217) Mt 27:59. λίνον καθαρὸν λαμπρόν (v.l. λίθον; on this Philo, Mos. 2, 72) Rv 15:6. βύσσινον λαμπρὸν κ. 19:8; cp. vs. 14; ὠμόλινον κ. Hs 8, 4, 1. ὕδωρ pure, clean water (Eur., Hipp. 209; SIG 972, 169; PGM 4, 3252; Ezk 36:25; Philo, Spec. Leg. 3, 58; Mel., Fgm. 8b, 17; 40 P.) Hb 10:22. Of metals (Hdt. 4, 166; Aristot., Meteor. 383b, 1; Theocr. 15, 36 ἀργύριον; Plut., Alex. 684 [32, 9] ἄργυρος; Sb 4481, 13 σίδηρος) χρυσίον κ. pure gold (Diod S 3, 14, 4; Ex 25:31; 2 Ch 3:5) Rv 21:18a, 21; ὕαλος κ. clear crystal vs. 18b. In the fig. lang. of Ignatius, referring to martyrdom, we have the concept κ. ἄρτος (Hdt. 2, 40; Teles p. 40, 11; Dio Chrys. 13 [7], 76 al.; Jur. Pap. 36, 29; POxy 736, 26) pure (wheat) bread, without admixture IRo 4:1. κ. φῶς pure light IRo 6:2.—ὁ λελουμένος ἐστὶν καθαρὸς ὅλος a person who has bathed is clean all over J 13:10a.② pert. to being cultically/ceremonially pure, ritually pure (ins; PGM 4, 3084; 3085; LXX; Iren. 3, 12, 7 [Harv. II 60, 3]; Did., Gen. 177, 13) of the temple τὸ ἱερὸν … καθαρόν Ox 840, 17f. πάντα καθαρά everything is ritually pure, hence fit for use Ro 14:20; Tit 1:15ac.③ pert. to being free from moral guilt, pure, free fr. sin (Pind., P. 5, 2; Pla., Rep. 6 p. 496d καθαρὸς ἀδικίας τε καὶ ἀνοσίων ἔργων, Crat. 403e; 405b al.; LXX; PsSol 17:36; EpArist, Philo, Joseph.; TestBenj 8:2f; ἔχειν κ. ψυχήν Theoph. Ant. 1, 2 [p. 60, 22]).ⓐ of a pers. as entity οἱ καθαροί Tit 1:15b; cp. J 13:10b, 11; 15:3. Christendom is Christ’s λαὸς κ. Hs 9, 18, 4. οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ (Ps 23:4) Mt 5:8; cp. PEg3 45 (τῇ καρδίᾳ restored), 47f (καρδίας restored). καθαρὸς τῇ συνειδήσει ITr 7:2b; guiltless Ac 18:6. καθαρά εἰμι ἐγὼ καὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω I am guiltless and still a virgin GJs 13:3. ἀπό τινος free from (Ps.-Demosth. 59, 78; Cass. Dio 37, 24, 2. Exx. fr. pap and ins in Dssm., NB 24 [BS 196]; PGM 13, 648; 1004; Gen 24:8; Pr 20:9; Tob 3:14; PsSol 17:36; Jos., Ant. 4, 222; Ath. 12, 3; ἀπὸ ἁμαρτίας Orig., C. Cels. 7, 50, 6) ἀπὸ τ. αἵματος (Sus 46 Theod.) Ac 20:26. ἀπὸ ῥύπου 1 Cl 17:4 (Job 14:4). καθαρός εἰμι ἐγὼ ἐξ αὐτῆς I am without guilt as respects her GJs 15:4. Before God ἐνώπιον αὐτοῦ 15:3.—Also of the Holy Spirit Hm 5, 1, 2, imagery of brightness.ⓑ of things related to a pers. as a morally or spiritually responsible being κ. καρδία (Lucian, Nigr. 14 κ. ἦθος; Simplicius in Epict. p. 93, 49 ζωὴ κ.; Gen 20:5; Ps 50:12; cp. κ. ψυχή: Pythagoras in Diog. L. 8, 31; Diod S 12, 20, 2; 13, 29, 6; πνεῦμα κ. Ath. 27:1) 1 Ti 1:5; 2 Ti 2:22; 1 Pt 1:22; B 15:1; 1 Cl 18:10; Hv 3, 9, 8; σάρξ Hs 5, 7, 1; κ. συνείδησις (POslo 17, 10 [136 A.D.]) 1 Ti 3:9; 2 Ti 1:3; 1 Cl 45:7 (cp. κ. συνειδός: Philo, Spec. Leg. 1, 203, Praem. 84); θρησκεία κ. Js 1:27. χεῖρες καθαραί (Aeschyl., Eum. 313, also Plut., Pericl. 8, 8; SIG 983, 5; Job 9:30; 22:30; Philo, Virt. 57; Jos., Bell. 5, 380, Ant. 4, 222; Just., D. 12, 3) B 15:1. μετάνοια κ. Hm 2:7; 12, 3, 2. διάνοια 1 Cl 1:8; Hs 4:7. αφ.11.6.14. m 5, 1, 3. ἔντευξιν 10, 3, 3.④ pert. to being pure ritually and morally, pure, ritual and moral purity merge (Simplicius in Epict. p. 111, 18) Lk 11:41. After a confession of sins καθαρὰ ἡ θυσία ὑμῶν D 14:1, 3. ὁ ἐντὸς θυσιαστηρίου ὢν καθαρός ἐστιν ITr 7:2a.—TWächter, Reinheitsvorschriften im griech. Kult 1910; FPfister, Katharsis.—M-M. Pauly-W. Suppl. IV ’35, 146ff.—DELG. EDNT. TW. -
20 καθαρος
31) чистый, незагрязненный, опрятный(εἵματα Hom.; ἱμάτιον Arst.)
2) опрятный, чистоплотный(κατὰ τὸ σῶμα Plat.; περὴ ἐσθῆτα Arst.)
3) свободный от примесей, т.е. высокого качества(χρυσός, ἄρτος Her.; ἀργύριον Theocr.; τροφή Arst.)
4) прозрачный(ποταμός Her.; ὕδατα, δρόσοι Eur.; ὑγρότης Arst.)
5) яркий(φέγγος, φάος Pind.; χρόαι Arst.)
ἐν καθαρῷ ἡλίῳ Plat. — на ярком солнце6) чистый, ясный(φωναί Arst.)
7) ясный, безоблачный(δύσεις Arst.)
8) подлинный, настоящий(σπέρμα θεοῦ Pind.)
9) открытый, широкий(λειμών Theocr.)
10) (нравственно) чистый, честный(κατὰ τέν ψυχήν Plat.; κ. τῇ καρδίᾳ NT.)
11) чистый, безукоризненный, безупречный, незапятнанный, неоскверненный(θάνατος Hom.; χεῖρες, βωμοί Aesch.; θύματα Eur.)
12) свободный13) чистый, непричастный(ἀδικίας, τῶν κακῶν Plat.; ἀγορὰ καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων Arst.)
κ. τῶν σημηΐων Her. — не имеющий (особых) примет, т.е. без порока14) правильный, точный(ψῆφοι Dem.)
15) ( подобно римским dies fasti) священный, неприсутственный(ἡμέραι Plat.)
См. также в других словарях:
καθαρά — καθαρός physically clean neut nom/voc/acc pl καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc dual καθαρά̱ , καθαρός physically clean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρά — επίρρ. βλ. καθαρός … Dictionary of Greek
καθαρᾷ — καθαρός physically clean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καθαρά Δευτέρα — Βλ. λ. Καρναβάλι … Dictionary of Greek
Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς. — См. Чистому все чисто … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
καθαρᾶι — καθαρᾷ , καθαρός physically clean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαράν — καθαρά̱ν , καθαρός physically clean fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαράς — καθαρά̱ς , καθαρός physically clean fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek