Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάτω+από

  • 41 подогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. φέρω, οδηγώ, κατευθύνω πλησίον ή κάτω απο•

    подогнать скот к воротам οδηγώ τα ζώα κοντά στην αυλόπορτα•

    подогнать лодку под мост κατευθύνω τη βάρκα κάτω από το γεφύρι.

    2. επισπεύδω, επιταχύνω, αναγκάζω να τρέξει ή να πράξει ταχύτερα•

    подогнать лошади αναγκάζω (μαστιγώνω) τα άλογα να τρέξουν γρηγορότερα•

    подогнать ленивца αναγκάζω τον τεμπέλη να δουλεύει γρηγορότερα.

    || ξεπερνώ την καθυστέρηση.
    3. φέρνω στα μέτρα, συνταιριάζω• συναρμόζω, κάνω να συμπέσει λεπτύνω, τρώγω. || (για χρόνο)• κανονίζω, καθορίζω να συμπέσει (με κάτι άλλο)•

    подогнать свадьбу к празднику κανονίζω να συμπέσει ο γάμος με τη γιορτή..

    Большой русско-греческий словарь > подогнать

  • 42 подпахотный

    επ.
    κάτω από το όργωμα•

    подпахотный слой το στρώμα κάτω από το όργωμα.

    Большой русско-греческий словарь > подпахотный

  • 43 подпихнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подпихнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. ωθώ, σπρώχνω, χώνω κάτω από•

    подпихнуть корзину под стол σπρώχνω το καλάθι κάτω από το τραπέζι.

    Большой русско-греческий словарь > подпихнуть

  • 44 подплыть

    ρ.σ.
    1. πλησιάζω
    κολυμπώντας, πλέοντας,
    2. πλέω κάτω από•

    подплыть под мост πλέω κάτω από τη γέφυρα.

    Большой русско-греческий словарь > подплыть

  • 45 подснежный

    επ.
    ευρισκόμενος κάτω από το χιόνι•

    подснежный лд πάγος κάτω από το χιόνι.

    Большой русско-греческий словарь > подснежный

  • 46 сапоги

    -пот, -ам πλθ. (ενκ. сапог -а α.)
    1. μπότες•

    кожаные -и δερμάτινες μπότες.

    2. ενκ. сапог (απλ.) άνθρωπος απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος• ανόητος.
    εκφρ.
    валяные сапогиβλ. валенки; в сапогах ходит αξίζει (κοστίζει) ακριβά•
    под -ом – κάτω από τη μπότα (υπο την εξουσία, υπο τον ζυγόν, κάτω από τη σκλαβιά).

    Большой русско-греческий словарь > сапоги

  • 47 соскочить

    -очу, -очишь ρ.σ.
    1. πηδώ•

    соскочить с лошади πηδώ κάτω από το άλογο•

    αναπηδώ, πετάγομαι επάνω.
    2. αποσπώμαι, βγαίνω, πέφτω.
    3. μτφ. εξαφανίζομαι, χάνομαι (για αισθήματα, κατάσταση).

    Большой русско-греческий словарь > соскочить

  • 48 облако

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облако

  • 49 тащить

    тащу, тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ•

    тащить на берег невод τραβώ στην ακτή το δίχτυ•

    тащить лодку в воду σύρω τη βάρκα στο νερό•

    тащить чемодан из-под кровати τραβώ τη βαλίτσα από κάτω από το κρεβάτι.

    || βγάζω τραβώντας•

    тащить сапог с ноги τραβώ (να βγάλω) τη μπότα από το πόδι.

    2. κουβαλώ• μεταφέρω•

    тащить на себе рюкзак κουβαλώ το γυλιό.

    || φέρω•тащитьи суп φέρε σούπα.
    3. οδηγώ•

    тащить за руку οδηγώ από το χέρι•

    тащить друга в театр -παίρνω το φίλο στο θέατρο.

    4. βγάζω, εξάγω•

    гвоздь из стены βγάζω το καρφί από τον τοίχο•

    тащить зуб βγάζω το δόντι•

    тащить занозу βγάζω την αγκίδα•

    тащить письмо из кармана βγάζω το γράμμα από την τσέπη.

    5. κλέβω.
    1. σύρομαι, σέρνομαι•

    подол -лся по полу ο ποδόγυρος σέρνονταν στο πάτωμα.

    2. βαδίζω αργά, με δυσκολία•

    он не шл, а -лся αυτός δε βάδιζε, αλλά σέρνονταν.

    3. πηγαίνω, ταξιδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > тащить

  • 50 достать

    -ану, -анешь, προστκ. -ань ρ.σ.
    1. φτάνω, σώνω, παίρνω, βγάζω•

    достать книгу с полки φτάνω το βιβλίο από το ράφι•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    достать бумагу из портфеля βγάζω το χαρτί από το χαρτοφύλακα.

    2. αγγίζω, θίγω, άπτομαι•

    достать рукой до потолки φτάνω με το χέρι ως την οροφή.

    3. εφοδιάζομαι, βρίσκω, εξεβρίσκω•

    достать материал для постройки βρίσκω οικοδομικό υλικό•

    достать билет в театре κατορθώνω να πάρω εισιτήριο για το θέατρο.

    4. (απρόσ.) φτάνει, αρκεί, επαρκεί•

    -нет ли вам на дорогу зтих денег θα σας φτάσουν άραγε για το δρόμο αυτά τα χρήματα.

    εκφρ.
    достать из-под земли; достать со дна морского – βρίσκω παντί σθένει, πάση θυσία, οπωσδήποτε• βρίσκω έστω και κάτω από τη γη, στα τρίσβαθα της θάλασσας.
    1. περιέρχομαι στην κυριότητα•

    дом -лся ему по наследству το σπίτι το κληρονόμησε, το έχει από κληρονομιά.

    || πέφτει στο μερτικό μου, λαχαίνει•

    ему -лся фотоаппарат του έπεσε (στο λαχνό) φωτογραφική μηχανή•

    ему -лся счэст-ливый номер του έπεσε τυχερός αριθμός (λαχνός).

    2. επιπλήττω, επιτιμώ, τιμωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > достать

  • 51 выбить

    -бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω•

    выбить стекло σπάζω το τζάμι•

    выбить дверь σπάζω την πόρτα•

    выбить зуб σπάζω το δόντι.

    || εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•

    выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.

    2. ξεσκονίζω χτυπώντας•

    выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.

    3. καταστρέφω, χαλνώ•

    рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,

    4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).
    5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,
    εκφρ.
    выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).
    1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•

    выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•

    выбить из долгов ξεχρεώνομαι.

    2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).
    εξέχω•

    волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.

    εκφρ.
    выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•
    выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•
    выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выбить

  • 52 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 53 быки

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > быки

  • 54 норма

    1. (установленные мера, количество, число и т.п.) το όρ/ιο
    η νόρμα (ξεν)
    выше - ы πάνω από το -, ниже - ы κάτω από το -
    - прибавочной стоимости эк. το ποσοστό της υπεραξίας
    техническая - τεχνικοί - οι (πλ.)
    2. (общепринятый порядок) ο κανόν/ας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > норма

  • 55 изнемогать

    изнемо||гать
    несов ἀποκάμνω, ἐξαν· τλιέμαι, δέν μπορώ πιἀ, ὑποκύπτω:
    \изнемогать от усталости ἀποκάμνω ἀπό τήν κούραση· \изнемогать от жары ἀποκάμνω ἀπό τήν ζέστη· \изнемогать под тяжестью чего́-л. ὑποκύπτω κάτω ἀπό τό βάρος.

    Русско-новогреческий словарь > изнемогать

  • 56 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 57 подвесить

    -вешу, -всишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвешенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αναρτώ, κρεμώ κάτω απο•

    подвесить под потолком ή к потолку большую лампу κρεμώ από την οροφή μεγάλη λάμπα.

    κρεμιέμαι, αναρτιέμαι απο.

    Большой русско-греческий словарь > подвесить

  • 58 подсечь

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-сеченный, βρ: -чен, -чена, -чено.
    1. υποκόπτω, κόβω από κάτω, από τη ρίζα. || μτφ. διακόπτω, σταματώ απότομα.
    2. ζελογγιάζω, ξεχερσώνω μέρος δάσους για καλλιέργεια.
    3. τραβώ το αγκίστρι, αγκιστρώνω.
    ноги -клись μου κόπηκαν τα πόδια (από αδυναμία, φόβο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подсечь

  • 59 смеяться

    смеюсь, смешься
    ρ.δ.
    1. γελώ•

    смеяться громко γελώ δυνατά, καγχάζω, χαχανίζω•

    -до упаду σπαρταρώ από τα γέλια•

    смеяться до слз δακρύζω από τα γέλια•

    смеяться изподтишка κρυφογελώ, γελώ κάτω από τα μουστάκια.

    2. περιγελώ, κοροϊδεύω, εμπαίζω•

    туш нечему смеяться δεν υπάρχει τίποε το γελοίο.

    3. αστειεύομαι, γελώ, μιλώ όχι σοβαρά.

    Большой русско-греческий словарь > смеяться

  • 60 теневой

    επ.
    σκιερός• απόσκιος•

    -ая сторона η σκιερή πλευρά•теневой склон горы η απόσκια πλαγιά του βουνού.

    || φυόμενος κάτω από σκιά•

    -ые травы χόρτα σκιάς.

    || της σκιάς, από τη σκιά (σχηματιζόμενος)•

    теневой узор σχέδιο από τη σκιά.

    || σκιώδης•

    -ые места картины τα σκιώδη μέρη της εικόνας.

    εκφρ.
    - ая сторона – η σκοτεινή πλευρά (η αρνητική πλευρά).

    Большой русско-греческий словарь > теневой

См. также в других словарях:

  • κάτω — και κάτου επίρρ. τοπ. 1. χαμηλά, στο έδαφος: Άφησε κάτω το δέμα. 2. στο κάτω μέρος, αποκάτω: Τον χτύπησε κάτω από το μάτι. 3. με την πρόθεση από και αιτ. αριθμητικού σημαίνει λιγότερο: Κοστίζει κάτω από πεντακόσιες λίρες. 4. με την πρόθεση σε και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Παναγιάς, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Άρτας. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άραχθου και είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Άρτας. Κτίσμα των μέσων του 13oυ αι., ιδρύθηκε από τον δεσπότη της Ηπείρου Δούκα B’ (1231 71)· …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Νευροκοπίου, δήμος — Δήμος (8.026 κάτ.) του νομού Δράμας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακας, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Κάτω Βροντούς,… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Μητρουσίου, δήμος — Νέος δήμος (6.402 κάτ.) του νομού Σερρών, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Προβατά, Αναγεννήσεως, Άνω Καμήλας, Βαμβακιάς, Μητρουσίου και Μονοκκλησιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Ολύμπου, δήμος — Νέος δήμος (4.375 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Πυργετού, Αιγάνης, Κρανέας και Ραψάνης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Πυργετός …   Dictionary of Greek

  • Σαξονία, Κάτω — (Niedersachsen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο βόρειο τμήμα της. Έχει έκταση 47 349 τ. χλμ. και πληθυσμό 7 283 795 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Ανόβερο. Βρέχεται προς τα ΒΔ από τη Βόρεια θάλασσα, κατά… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία, Κάτω — (Nieder Österreich). Κρατίδιο (19.170 τ. χλμ., 1.549.640 κάτ. το 2000) της Αυστριακής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει ολόκληρο το βορειοανατολικό τμήμα. Πρωτεύουσα είναι το Ζανκτ Πέλτεν (49.272 κάτ. το 2001), ενώ στο έδαφός της… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκρος, Κάτω — Οικισμός (24 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάνου. Στη θέση του οικισμού, στη μέση περίπου της ανατολικής ακτής της Κρήτης, υπήρχε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού και το τέταρτο σε μέγεθος κρητικό …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»