-
1 καθ-ιστήριον
καθ-ιστήριον, τό, der Sitz, von καϑίζω, Schol. Ar. Eccl. 729.
-
2 αὐλιστήριον
αὐλ-ιστήριον, τό,A stall, steading, Herm. ap. Stob.1.49.68, Aq.Is.10.29, Hsch. s.v. συοβαύβαλοι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλιστήριον
-
3 βαπτιστήριον
βαπτ-ιστήριον, τό,A swimming-bath, Plin.Ep.2.17.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαπτιστήριον
-
4 βασανιστήριον
βᾰσᾰν-ιστήριον, τό,II in pl., instruments of torture, Plu.2.315d, Charito 4.2, Them.Or.13.175c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασανιστήριον
-
5 γυριστήριον
γῡρ-ιστήριον κόσκινον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυριστήριον
-
6 δειπνιστήριον
δειπν-ιστήριον, τό,A = δειπνητήριον, IG5(2).268.36 (Mantinea, i B.C.), 12(9).906.10(Chalcis, iii A.D.), Mon.Ant.23.124 ([place name] Side).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνιστήριον
-
7 διυλιστήριον
διῡλ-ιστήριον, τό,A gloss on ἠθμάριον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διυλιστήριον
-
8 θεριστήριον
θερ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεριστήριον
-
9 καθαριστήριον
κᾰθαρ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαριστήριον
-
10 καπνιστήριον
καπν-ιστήριον, τό, perh.A vapour-bath, Inscr.Prien.112.98(i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνιστήριον
-
11 κολλυβιστήριον
κολλῠβ-ιστήριον, τό,A money-changer's office, PTeb.485 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολλυβιστήριον
-
12 κοπανιστήριον
κοπᾰν-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοπανιστήριον
-
13 κυλιστήριον
κῠλ-ιστήριον, τό,A = κυλίστρα, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλιστήριον
-
14 κωθωνιστήριον
κωθων-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωθωνιστήριον
-
15 οἰωνιστήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰωνιστήριον
-
16 πανηγυριστήριον
πᾰνηγῠρ-ιστήριον, τό,A place where national festivals are held,ἐν τοῖς κοινοῖς τῆς Ἑλλάδος π., Ὀλυμπίασι καὶ Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ IG5(2).517.16
(Lycosura, i/ii A. D.); ἐν τοῖς π. τῶν Παναχαιῶν ib.42(1).81.15 (Epid., i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανηγυριστήριον
-
17 ποτιστήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτιστήριον
-
18 προσορμιστήριον
προσορμ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσορμιστήριον
-
19 σιαλιστήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιαλιστήριον
-
20 σκαλιστήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλιστήριον
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
ιστήριον
Страницы