-
1 ἴλλ-οπες
ἴλλ-οπες, οἱ, Ath. VII, 308 c als Erkl. von ἔλλοπες, das er ἄφωνοι erkl., διὰ τὸ εἴργεσϑαι φωνῆς, vgl. Plut. Symp. 8, 8, 1.
-
2 ἰλλ-ωπέω
ἰλλ-ωπέω, = Folgdm, Schol. Ar. Equ. 292.
-
3 ἰλλ-ωπίζω
ἰλλ-ωπίζω, = Folgdm, Schol. Ar. a. a. O.
-
4 ἰλλ-ώπτω
-
5 ἰλλ-ώδης
-
6 ἰλλώπτω,
ἰλλ-ώπτω, u. ἰλλ-ωπέω, u. ἰλλ-ωπίζω, die Augen verdrehen, blinzeln, liebäugeln -
7 ἰλλωπέω,
ἰλλ-ώπτω, u. ἰλλ-ωπέω, u. ἰλλ-ωπίζω, die Augen verdrehen, blinzeln, liebäugeln -
8 ἰλλωπίζω
ἰλλ-ώπτω, u. ἰλλ-ωπέω, u. ἰλλ-ωπίζω, die Augen verdrehen, blinzeln, liebäugeln -
9 ἰλλωπέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλλωπέω
-
10 ἰλλίζω
-
11 ἰλλίς
-
12 ἰλλός
-
13 ἰλλώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλλώδης
-
14 ἰλλώπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰλλώπτω
-
15 ἴλλος
-
16 ἴλλοψ
-
17 ἴλλωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴλλωσις
-
18 ἰλλώδης
ἰλλ-ώδης, ες, mit verdrehten Augen, schielend -
19 ιλλοψ
- οπος adj. немой(Plut.; вымышленное слово, якобы объясняющее происхождение ἔλλοψ у Hes.)
-
20 Ἰλλυριοί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἰλλυριοί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… … Dictionary of Greek
μίλφωση — η (Α μίλφωσις) ασθένεια κατά την οποία πέφτουν οι βλεφαρίδες, η μαδάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλφοι + ωσις (πρβλ. ἕλκ ωσις, ἴλλ ωσις), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ] … Dictionary of Greek