-
1 θυρωρος
-
2 θυρωρός
θυρωρόςdoor-keeper: masc /fem nom sg -
3 θυρωρός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θυρωρός
-
4 θυρωρός
θυρωρός, οῦ doorkeeper, gatekeeper ὁ of a man (s. θύρα; Sappho et al.; pap, LXX; TestJob 43:6; Jos., Ant. 11, 108) doorkeeper Mk 13:34; gatekeeper J 10:3. ἡ of a woman doorkeeper (BGU 1061, 10 [14 B.C.]; PRyl 36, 6 [34 A.D.]; PStras 24:17; 2 Km 4:6; TestJob; JosAs 10:3; Jos., Ant. 7, 48) J 18:16f (MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 258f [Sin. Syriac]).—DELG s.v. θύρα. M-M. -
5 θυρωρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θυρωρός
-
6 θυρωρός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θυρωρός
-
7 θυρωρὸς
привратникθυρωρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυρωρὸς
-
8 θυρωρός
привратницаθυρωρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυρωρός
-
9 θυρωρός
ο, η швейцар; привратни|к, -ца; портье -
10 θυρωρός
привратник, привратница, придверница.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυρωρός
-
11 θυρωρός
-οῦ + ὁ N 2 0-2-1-0-7=10 2 Sm 4,6; 2 Kgs 7,11; Ez 44,11; 1 Ezr 1,15; 5,28 -
12 θυρωρός
[тиророс] ουσ α швейцар. -
13 θυρωρός
θῠρωρ-ός, Cypr. [full] θυραϝωρός dub. in Inscr.Cypr. 215H., [dialect] Ep. [full] θυραωρός (q.v.), ὁ, ἡ:—A door-keeper, porter, Sapph.98, Hdt.1.120, A.Ch. 565, Pl.Phlb. 62c, Ev.Marc.13.34, BGU1061.10 (i A.D.), Luc.Vit.Auct.7, etc.:—also [full] θυρουρός PCair.Zen.292.76 (iii B.C.), PRyl.136.6 (i A.D.), IG3.1137 (ii A.D.), PFlor.71.380 (iv A.D.). (From θυρα-ho ρϝος, cf. οὖρος, ἐρύω (B): connected with ὠρέω by Corn. ND1.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρωρός
-
14 θυρωρός
θυρ-ωρός, ὁ, Türhüter -
15 θυρωρός
portier -
16 θυρωρός
1) stróż (m) rzecz.2) woźny przym. -
17 θυρωρός
1) domovník2) vrátný -
18 θυρωρός
caretakerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θυρωρός
-
19 portier
θυρωρός -
20 vrátný
θυρωρός
См. также в других словарях:
θυρωρός — door keeper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρός — ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός) ο φύλακας τής θύρας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α) ωρός < θύρα + ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε ωρός, πυλ… … Dictionary of Greek
θυρωρός — ο φύλακας της θύρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυρωροί — θυρωρός door keeper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρούς — θυρωρός door keeper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρέ — θυρωρός door keeper masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρῷ — θυρωρός door keeper masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρόν — θυρωρός door keeper masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρωρείο — το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) [θυρωρός] νεοελλ. ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου μσν. αρχ. το οίκημα τού θυρωρού, το δωμάτιο ή το… … Dictionary of Greek
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей
двьрьникъ — ДВЬРЬНИК|Ъ (18), А с. Привратник: Иже еп(с)пъ. ли попъ. ли диаконъ ли ѹподиако||нъ. ли чьтьць. ли пѣвьць. ли двьрьникъ. женѣ ѡс҃щенѣ б҃ѹ примѣситисѩ [так!] да извьржетьсѩ. (θυρωρὀς) КЕ XII, 44–45; то же КВ к. XIV, 107–108; ˫Ако не подобаѥть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)