-
1 θρασ-αύχην
θρασ-αύχην, ενος, halsstarrig, Sp.
-
2 θρασαύχην
θρασ-αύχην, ενος, halsstarrig -
3 Βρυσωνο-θρασυμαχειο-ληψι-κέρματοι
Βρυσωνο-θρασυμαχειο-ληψι-κέρματοι, οἱ, Ephipp. bei Ath. XI, 509 c, nach Mein. Conj. für Βρύσωνα ϑρασ., gewinnsüchtige Anhänger des Bryson u. Thrasymachus.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > Βρυσωνο-θρασυμαχειο-ληψι-κέρματοι
См. также в других словарях:
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek