-
21 заживлять
зажив||ля́тьнесов θεραπεύω, γιατρεύω. -
22 излечивать
излечиватьнесов θεραπεύω, γιατρεύω. -
23 подлечивать
подлечиватьнесов, подлечить сов γιατρεύω, θεραπεύω. -
24 полечить
полечитьсов θεραπεύω ἐπί ἕνα διάστημα. -
25 заживлять
[ζαζυβλγιάτ'] ρ. θεραπεύω -
26 залечивать
[ζαλιέτσιβατ”] ρ. θεραπεύω -
27 излечивать
[ιζλιέτσιβατ'] ρ. θεραπεύω -
28 лечить
[λιτσίτ'] ρ. θεραπεύω -
29 заживлять
[ζαζυβλγιάτ'] ρ θεραπεύω -
30 залечивать
[ζαλιέτσιβατ”] ρ θεραπεύω -
31 излечивать
[ιζλιέτσιβατ'] ρ θεραπεύω -
32 лечить
[λιτσίτ'] ρ θεραπεύω -
33 вылечить
-
34 излечить
-ечу, -ечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. излеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. θεραπεύω, γιατρεύω, κάνω καλ.ά.θεραπεύομαι, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά. -
35 исцелить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исцелённый, βρ: -лён, -лени, -лено(γραπ. λόγος) θεραπεύω, γιατρεύω, σώζω, λυτρώνω.θεραπεύομαι, σώζομαι, λυτρώνομαι. -
36 кварц
-а α.1. χαλαζίας, χουάρκιο, χαλαζόπετρα.2. λάμπα χαλαζία•лечить кварцем θεραπεύω με λάμπα χαλαζία.
-
37 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί). -
38 отладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.(γιαμηχανισμούς κ.τ.τ.)• διορθώνω, φτιάχνω, θεραπεϋω βλάβη• επισκευάζω. -
39 перелечить
-ечу, -ечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. θεραπεύω (όλους, πολλούς)•врач -ил всех больных ο γιατρός θεράπευσε όλους τους ασθενείς.
2. βλάπτω με τη μακροχρόνια θεραπεία.βλάπτομαι, χειροτερεύω με την μακρόχρονη θεραπεία. -
40 подлечить
См. также в других словарях:
θεραπεύω — to be an attendant pres subj act 1st sg θεραπεύω to be an attendant pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύω — θεραπεύω, θεράπευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek
θεραπεύω — θεράπευσα, θεραπεύτηκα, θεραπευμένος 1. γιατρεύω: Πάσχει από αρρώστια που δε θεραπεύεται. 2. διορθώνω: Η κατάσταση που δημιουργήθηκε δε θεραπεύεται με τίποτε. 3. καλλιεργώ κάτι, ασχολούμαι με κάτι: Θεραπεύω την επιστήμη. 4. ικανοποιώ: Θεραπεύω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεθεράπευσθε — θεραπεύω to be an attendant perf imperat mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant perf ind mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant perf imperat mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant perf ind mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant plup ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύεσθε — θεραπεύω to be an attendant pres imperat mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant pres ind mp 2nd pl θεραπεύω to be an attendant imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύετε — θεραπεύω to be an attendant pres imperat act 2nd pl θεραπεύω to be an attendant pres ind act 2nd pl θεραπεύω to be an attendant imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύσουσι — θεραπεύω to be an attendant aor subj act 3rd pl (epic) θεραπεύω to be an attendant fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεραπεύω to be an attendant fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύσουσιν — θεραπεύω to be an attendant aor subj act 3rd pl (epic) θεραπεύω to be an attendant fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεραπεύω to be an attendant fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύσω — θεραπεύω to be an attendant aor subj act 1st sg θεραπεύω to be an attendant fut ind act 1st sg θεραπεύω to be an attendant aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύῃ — θεραπεύω to be an attendant pres subj mp 2nd sg θεραπεύω to be an attendant pres ind mp 2nd sg θεραπεύω to be an attendant pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)