-
1 вылечиваться
-
2 лечиться
θεραπεύομαι, γιατρεύομαι -
3 отпить
отопью, отопьшь, παρλθ. χρ. отпил-ла, отпило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпитый, βρ: отпит-та, отпитоρ.σ.μ.πίνω λίγο•отпить несколько глотков воды μερικές γουλιές νερού.
θεραπεύομαι με την πόση•отпить кумысом (απλ.) θεραπεύομαι πίνοντας φοραόίσιο γάλα.
-
4 вылечивать
θεραπεύω, γιατρεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вылечивать
-
5 излечить
θεραπεύω, γιατρεύω-ся θεραπεύομαι, γιατρεύομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излечить
-
6 вылечивать
-
7 лечить
-
8 вылечиваться
вылечивать||сяγιατρεύομαι, θεραπεύομαι, γίνομαι καλά. -
9 залечиваться
залечивать||сяθεραπεύομαι (о болезни)! ἐπουλώνομαι, θρέφω, κλείνω (о ране). -
10 излечиваться
излечиватьсянесов (άπό)θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
11 лечиться
лечить||сяκάνω θεραπεία, θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
12 поправляться
поправлять||ся1. (выздоравливать) γίνομαι καλά, ἀναρρώνω, ἀναλαμβάνω, θεραπεύομαι·2. (полнеть) παχαίνω, παχύνω, χοντραίνω:вы очень поправились παχύνατε πολύ, δυναμώσατε καλά·3. (исправлять свою ошибку) διορθώνω τό λάθος μου, τό σφάλμα μού4. (о делах) διορθώνομαι. -
13 встать
встану, встанешь, ρ.σ.1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•встать с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| σηκώνομαι από τον ύπνο•вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•
встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.
|| θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.
2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•луна -ла το φεγγάρι βγήκε•
солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.
4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•-ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.
5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•встать на ковер στέκομαι στο χαλί.
6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•
рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.
7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•часы -ли το ρολόι σταμάτησε.
|| παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•река -ла το ποτάμι πάγωσε.
εκφρ.встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•встать на колени – γονατίζω•- на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο. -
14 выжить
-живу, -живешь, ρ.σ.1. επιζώ, επιβιώνω, μένω ζωντανός, διαφεύγω τον θάνατο. || θεραπεύομαι.2. διαμένω, ζω, κατοικώ•он -ил дома около года αυτός έζησε στο σπύι ένα περίπου χρόνο.
3. διώχνω, υποχρεώνω να φύγει•дурной запах -ил всех из комнаты η βρώμα τους έδιωξε όλους από το δωμάτιο•
выжить со службы διώχνω (απολύω) από την υπηρεσία.
4. υποφέρω, περνώ βάσανα, δοκιμασίες.5. διώχνω από το σπίτι.εκφρ.выжить из ума ή из памяти – γεροξεκουτιάζω, τα χάνω από τα γεράματα. -
15 вылечить
-
16 залечить
-ечу, -ечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. θεραπεύω•залечить язвы θεραπεύω τις πληγές.
2. θεραπεύω βασανιστικά.1. θεραπεύομαι.2. κάνω κατάχρηση θεραπείας. -
17 излечить
-ечу, -ечишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. излеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. θεραπεύω, γιατρεύω, κάνω καλ.ά.θεραπεύομαι, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά. -
18 исцелить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исцелённый, βρ: -лён, -лени, -лено(γραπ. λόγος) θεραπεύω, γιατρεύω, σώζω, λυτρώνω.θεραπεύομαι, σώζομαι, λυτρώνομαι. -
19 лечить
лечу, лечишьρ.δ. μ. θεραπεύω, γιατρεύω•лечить больного θεραπεύω άρρωστο•
лечить лекарствами γιατρεύω με φάρμακα•
лечить туберкулёз θεραπεύω τη φθίση.
θεραπεύομαι, γιατρεύομαι. -
20 подлечить
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεραπεύομαι — θεραπεύομαι, θεραπεύτηκα και θεραπεύθηκα, θεραπευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θεραπεύομαι — θεραπεύω to be an attendant pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλθαίνομαι — ἀπαλθαίνομαι (Α) θεραπεύομαι τελείως … Dictionary of Greek
αποφλεγμαίνω — ἀποφλεγμαίνω (Α) 1. (για φλεγμονή) υποχωρώ, θεραπεύομαι 2. σταματώ, συγκρατώ τον θυμό μου … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
γιαίνω — 1. θεραπεύω, γιατρεύω 2. είμαι υγιής, είμαι καλά 3. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιαίνω, με αποβολή του αρκτικού άτονου φθόγγου υ (πρβλ. γεια < υγεια, γιαλός < αιγιαλός)] … Dictionary of Greek
εξαμαρτάνω — (AM ἐξαμαρτάνω) [αμαρτάνω] αμαρτάνω, αποτυγχάνω, διαπράττω σφάλμα («σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν, Αισχύλ.) αρχ. 1. δεν πετυχαίνω τον στόχο («μἡ τι παίοντες ἐξαμαρτῶμεν», Ξεν.) 2. (για αρρώστια) θεραπεύομαι ελλειπώς 3. (για πολίτευμα) έχω σοβαρές … Dictionary of Greek
εξαναφέρω — (AM ἐξαναφέρω) 1. (μτβ.) φέρνω ξανά προς τα πάνω, προς την επιφάνεια, ξανανεβάζω («ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) ανεβαίνω στην επιφάνεια 3. (για πλοίο σχετικά με κακοκαιρία) επανέρχομαι στον κανονικό πλου, και συνεκδ … Dictionary of Greek
εξυγιαίνω — (AM ἐξυγιαίνω) νεοελλ. 1. (για τόπο) απαλλάσσω από νοσογόνες εστίες 2. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση («...να εξυγιάνει την οικονομία») αρχ. μσν. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῡτο καὶ οἱ πλεῑστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν ταχέως», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ευαλθής — εὐαλθής, ές (Α) 1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος 2. αυτός που θεραπεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσ αλθής, ωμ αλθής] … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek