-
41 приложение
1. (дополнение) το συμπλήρωμα, το παράρτημα, η συμπλήρωση 2. (прикладывание) η εφαρμογή, η χρήση 3. грам. η παράθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приложение
-
42 применение
η χρήση, η χρησιμοποίηση, η εφαρμογήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > применение
-
43 применимость
η χρησιμοποίηση, η χρήση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > применимость
-
44 применяемость
η χρήση, η εφαρμογή, η χρησιμοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > применяемость
-
45 проектирование
I.(разрабатывание проекта) η σχεδιογράφηση, το σχεδιογρά-φημα, η σχεδίαση, η μελέτηII. мат. (изображение фигуры, предмета и т.п. на плоскости) η προβολή, η σχεδίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проектирование
-
46 радиоастрономия
η ραδιοαστρονομίαη αστρονομία με χρήση ραδιοτηλεσκόπιωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоастрономия
-
47 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
48 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
49 употребление
η χρήση, η χρησιμοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > употребление
-
50 цианирование
1. (обработка стали) η ενδοκυάνωση 2. горн. η παραγωγή/εξόρυξη χρυσού και αργύρου με χρήση κυανίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цианирование
-
51 вводить
вводитьнесоз.1. (внутрь) εἰσάγω, βάζω, μπάζω, προσάγω:\вводить войска в город μπάζω τά στρατεύματα στήν πόλη; \вводить лошадь в конюшню βάζω τό ἄλογο στό σταῦλο;2. (устанавливать) ἐγκαθιδρύω, ἐπιβάλλω, καθιερώνω:\вводить в моду καθιερώνω, ἐγκαινιάζω; \вводить в употребление βάζω σέ χρήση, ἐφαρμόζω; \вводить в действие θέτω σέ ἐνέργεια; \вводить в эксплуатацию ἀρχίζω νά ἐκμεταλλεύομαι ἐπιχείρηση;3. (вовлекать, ввергать)ра^(о σέ:\вводить в излишние расходы βάζω σέ περιττά ?ξοδα \вводить в заблуждение ἀποπλανώ, παραπλανώ; ◊ \вводить кого-л. в курс чего́-л. κάνω (или καθιστώ) ἐνήμερο, ἐνημερώνω, κατατοπίζω κάποιον \вводить кого-л. во владение юр. καθιστώ κάτοχο. -
52 внутренний
вну́тренн||ийприл в разн. знач. ἐσωτερικός:\внутренний двор ἡ ἐσωτερική αὐλή·\внутреннийΗΗ сила ἡ ἐσωτερική δύναμη· \внутренний мир ὁ ἐσωτερικός κόσμος· \внутреннийяя политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· \внутреннийее положение ἡ ἐσωτερική κατάσταση· \внутреннийяя торговля τό ἐσωτερικό ἐμπόριο· \внутренний рынок эк. ἡ ἐσωτερική ἀγορά· министерство \внутреннийнх дел τό ὑπουργεῖο[ν] των ἐσωτερικών \внутреннийие болезни ἐσωτερικές παθήσεις· \внутреннийие причины οἱ ἐσωτερικές αίτίες· для \внутреннийего употребления γιά ἐσωτερική χρήση. -
53 закрепление
закреплениес1. (прикрепление) ἡ στε-ρέωση [-ις], ἡ σύσφιξη [-ις]·2. (обеспечение за кем-л.) ἡ ἐξασφαλιση [-ις], ἡ παραχώρηση γιά μόνιμη χρήση·3. мед. ἡ δυσ-κοιλιότητα [-ης]·4. фото, тех. ἡ στε-ρέωση [-ις], τό φιξάρισμα. -
54 использование
использованиес ἡ χρησιμοποίηση [-ις], ἡ ΧΡἡση [-ις]· -
55 неупотребительность
неупотребительностьж ἡ ἀχρησία, ἡ μή χρησιμοποίηση, ἡ μή χρήση [-ις]:\неупотребительность выражения ἡ ἀχρησία τής φράσης. -
56 потребление
потреблени||ес ἡ κατανάλωση [-ις], ἡ χρήση [-ις]:предметы широкого \потреблениея εἰδη πλατειᾶς κατανάλωσης. -
57 употребительность
употреб||ительностьж ἡ χρήση [-ις], ἡ χρησιμοποίηση [-ις]. -
58 употребление
употреб||лениес ἡ χοησιμοποίηση [-ις]:выйти из \употреблениеления ἀχρηστεύομαι, γίνομαι ἄχρηστος· для наружного \употреблениеления γιά ἐξωτερική χρήση. -
59 ход
ходм1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):\ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:\ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων3. (вход, проход) ἡ είσοδος:парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια -
60 обиход
[αμπιχότ] ουσ. α. χρήση
См. также в других словарях:
χρήση — η 1. μεταχείριση, χρησιμοποίηση: Το βιβλίο αυτό είναι για χρήση των μαθητών του Γυμνασίου. 2. το σύνολο των οικονομικών δικαιωμάτων ενός έτους και ειδικότερα η ετήσια διάρκεια της εφαρμογής του προϋπολογισμού του κράτους: Αυτό ανήκε στη χρήση του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρήση — η / χρῆσις, ήσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος Α χρησιμοποίηση, μεταχείριση νεοελλ. φρ. «οικονομική χρήση» έννοια συναφής με εκείνην τού οικονομικού έτους, αλλά διευρυμένη, ώστε να περιλαμβάνει τον επί πλέον απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη τών… … Dictionary of Greek
χρήσῃ — χράω 2 proclaim aor subj mid 2nd sg χράω 2 proclaim aor subj act 3rd sg χράω 2 proclaim fut ind mid 2nd sg χρή̱σηι , χρῆσις employment fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήσηι — χρήσῃ , χράω 2 proclaim aor subj mid 2nd sg χρήσῃ , χράω 2 proclaim aor subj act 3rd sg χρήσῃ , χράω 2 proclaim fut ind mid 2nd sg χρή̱σηι , χρῆσις employment fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek