-
1 хор
-а α.1. ο χορός της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.2. χορωδία•дирижировать -ом διευθύνω τη χορωδία.
|| μουσικό έργο (για χορωδία). || πλήθος όμοιων γνωμών, φωνών κ.τ.τ.3. όλοι μαζί, εν χορώ. || παλ.• η ορχήστρα. -
2 капелла
-
3 пение
-
4 хор
-
5 хоровой
-
6 капелла
(хор) η χορωδίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > капелла
-
7 хор
муз. η χορωδία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хор
-
8 запевать
запев||атьнесов1. (начинать петь) ἀρχίζω νά τραγουδώ, ἀρχίζω νά ψάλλω·2. (исполнять запев) τραγουδώ σόλο στή χορωδία. -
9 капелла
капеллаж I. (хор) ἡ χορωδία·2. (часовня) τό παρεκκλήσιο[ν]. -
10 хор
хорм ἡ χορωδία, ὁ χορός, τό κόρο:петь \хором τραγουδούμε ὅλοι μαζί· всем \хором перен ἐν χορῶ, ὁμοφώνως. -
11 хоровои
хоров||оиприл τής χορωδίας:\хоровои кружок ὁ χορωδιακός ὀμιλος· \хоровоиая песня τό χορικό, τραγούδι γιά χορωδία -
12 капелла
[καπιέλλα] ουσ. θ. χορωδία -
13 хор
[χόρ] ουσ. α. χορωδία -
14 хор
[χόρ] ουσ. α χορωδία -
15 капелла
[καπιέλλα] ουσ θ χορωδία -
16 хор
[χόρ] ουσ α χορωδία -
17 хор
[χόρ] ουσ α χορωδία -
18 дирижировать
-руга, -руешьρ.δ.διευθύνω (ορχήστρα, χορωδία). -
19 капелла
-ы θ.1. χορωδία.2. παρεκκλήσι καθολικό, καπέλα. || διαμέρισμα στην καθολική εκκλησία. -
20 составить
-влю, -вишь ρ.σ.μ.1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.
|| συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•составить лестницу φτιάχνω σκάλα•
составить узор φτιάχνω διάκοσμο•
составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•
составить план φτιάχνω πλάνο,
4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•хор συγκροτώ χορωδία•
составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•
составить карьеру κάνω καριέρα•
составить себе имя δημιουργώ όνομα•
составить мнение σχηματίζω γνώμη•
составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•
ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.
5. αποτελώ•это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•
это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,
6. κατεβάζω•составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.
1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χορωδία — Σύνολο τραγουδιστών, που εκτελούν σε ταυτοφωνία ή χωρισμένοι σε περισσότερες ομάδες μια μουσική σύνθεση. Στην κοινή γλώσσα, ο όρος σημαίνει ακόμα και τα αποσπάσματα μουσικών έργων, που γράφτηκαν για χ. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μάλιστα στο θέατρο,… … Dictionary of Greek
χορωδία — η 1. άσμα που τραγουδιέται από ομάδα ανθρώπων. 2. η ομάδα ανθρώπων που τραγουδάει ή ψέλνει το άσμα, χορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορῳδίαν — χορῳδίᾱν , χορῳδία choral song fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Christmas with Ivi Adamou — Xristούγεννα με την Ήβη Αδάμου EP by Ivi Adamou Released December 22, 2010 (2010 12 22) Recorded 2010 Vox Studios, Athens … Wikipedia
χορωδιακός — ή, ό, Ν [χορωδία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορωδία ή αυτός που εκτελείται από χορωδία (α. «χορωδιακό σύνολο» β. «χορωδιακό τραγούδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το χορωδιακό είδος θρησκευτικής ψαλμωδίας … Dictionary of Greek
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… … Dictionary of Greek
παντομίμα — Μορφή θεάτρου στην αρχαία Ρώμη, καθαρά ρωμαϊκή δημιουργία. Τα θέματα ήταν σχεδόν πάντα μυθολογικά και τα λόγια τα τραγουδούσαν, ενώ ο ηθοποιός χόρευε σιωπηλά ή έπαιζε τους ρόλους. Το 20 π.Χ. ο Έλληνας ηθοποιός Πυλάδης εμπλούτισε την π. με μεγάλη… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Γουόλτον, Γουίλιαμ Τέρνερ — (Sir William Turner Walton, 1902 – 1983). Άγγλος συνθέτης. Συνέχισε ως αυτοδίδακτος τις σπουδές που είχε αρχίσει στο Christ Church της Οξφόρδης, υπό την πολύτιμη καθοδήγηση προσωπικοτήτων όπως ο Ντεντ και ο Μπουζόνι. Συνθέτης πολλών έργων για… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek