Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+φήμη

  • 61 реноме

    ουδ. άκλ. φήμη, όνομα• υπόληψη.

    Большой русско-греческий словарь > реноме

  • 62 утка

    θ.
    1. πάπια, νήσσα•

    дикая утка αγριόπαπια•

    домашняя утка κατοικίδια (οικοδίαιτη)πάπια.

    2. μτφ. είδηση ψευδής• διάδοση•

    газетная утка ψευδής είδηση εφημερίδας•

    3. ουροδοχείο.

    Большой русско-греческий словарь > утка

  • 63 худой

    επ., βρ: худ, худа, худо, худее αδύνατος, ισχνός• ξερακιανός, λιπόσαρκος•

    очень худой человек κάτισχνος άνθρωπος, τσίρος.

    επ., βρ: худ, худа
    -о; хуже κ. худее, худший.
    1. κακός, άσχημος•

    -ая слава η κακή φήμη•

    худой мир ο κακός κόσμος, οι κακοί άνθρωποι.

    ουσ. το κακό•

    я от тебя -ого не видел εγώ από σένα κακό δεν είδα.

    2. τρύπιος, φθαρμένος•

    -ое ведро τρύπιος κουβάς•

    -ое в рукавах пальто τρύπιο πανωφόρι στα μανίκια.

    Большой русско-греческий словарь > худой

См. также в других словарях:

  • φήμη η — φήμη, η 1. διάδοση, ό,τι διαδίδεται ανεύθυνα από στόμα σε στόμα, ανεξακρίβωτη είδηση: Υπάρχει η φήμη ότι θα γίνουν σύντομα εκλογές. 2. (νομ.), η κυκλοφορία διάδοσης στο κοινό για τη διάπραξη κάποιου αδικήματος. 3. η καλή ή κακή γνώμη για κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φήμη — a. fem nom/voc sg (attic epic ionic) φή̱μη , φῆμις speech fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμῃ — φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …   Dictionary of Greek

  • Φήμη δ’οὔις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥντινα πολλοὶ… — См. Глас народа, глас Божий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει. — См. Глас народа, глас Божий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φήμηι — φήμῃ , φήμη a. fem dat sg (attic epic ionic) φή̱μηι , φῆμις speech fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φημῶν — φήμη a. fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φᾶμαι — φήμη a. fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φῆμαι — φήμη a. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φήμαις — φήμη a. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»