Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+υπόθεση

  • 121 простой

    прост||о́й I
    прил
    1. (нетрудный, несложный) ἀπλός [-ους], εὐκολος:
    \простойа́я задача ἀπλό (εύκολο) πρόβλημα· \простойо́е дело ἀπλή ὑπόθεση·
    2. (обыкновенный) απλος [-οϋς], κοινός/ λιτός (о пище, о столе):
    \простой костюм τό ἀπλό κοστούμι· \простойые люди οἱ ἀπλοί ἀνθρωποι· \простойые смертные οἱ κοινοί θνητοί·
    3. (естественный, безыскусственный) φυσικός, ἀπλός/ ἀγαθός, ἀπλοϊκός (простодушный)·
    4. (не составной) ἀπλός [-οῦς]:
    \простойо́е число́ мат πρώτος ἀριθμός· ◊ \простойым глазом μέ γυμνό μάτι.
    простой II
    м (в работе) τό χασομέρι.

    Русско-новогреческий словарь > простой

  • 122 проталкивать

    проталкивать
    несов σπρώχνω, προωθώ:
    \проталкивать дело перен, разг σπρώχνω τή δουλειά, προωθώ τήν ὑπόθεση.

    Русско-новогреческий словарь > проталкивать

  • 123 прямиком

    прямиком
    нареч разг ὁλόισια, ἰσια. прямо
    1. нареч (ровно) ἰσια·
    2. нареч (по прямой линии) κατ' εὐθείαν, ἀπ· εὐθείας, ἰσια, ὀλόϊσια:
    идти \прямиком πηγαίνω ἰσια·
    3. нареч (непосредственно) ἄμεσα, ἀπ' εὐθείας, ἰσια:
    \прямиком к де́лу ἀπ· εὐθείας στήν ὑπόθεση· сказать \прямиком в лицо λέγω κατάμουτρα· он шлепнулся \прямиком в грязь ἔπεσε ἀκριβώς πάνω στή λάσπη·
    4. нареч (откровенно) ἀνοιχτά, καθαρά, ξάστερα:
    ты скажи́ мне \прямиком πές μου ἀνοιχτά·
    5. частица усилительная разг πραγματικά, πράγματι:
    он \прямиком герой εἶναι πραγματικός ήρωας· я \прямиком поражен μένω πραγματικά κατάπληκτος· ◊ \прямиком противоположный ἐντελώς ἀντίθετος.

    Русско-новогреческий словарь > прямиком

  • 124 путать

    путать
    несов
    1. (нитки и т. п.) μπλεκω, ἀνακατώνω, περιπλέκω·
    2. (сбивать с толку) μπερδεύω, σαστίζω (μετ.)·
    3. (смешивать) συγχέω, μπερδεύω:
    \путать разные понятия συγχέω διαφορετικές ἔννοιες·
    4. (вмешивать, вовлекать) разг ἀνακατώνω, μπλεκω, μπερδεύω, ἐμπλεκα»:
    не пу́тайте меня в это дело! μή μέ μπερδεύετε σ' αὐτή τήν ὑπόθεση!.

    Русско-новогреческий словарь > путать

  • 125 развязка

    развяз||ка
    ж ἡ λύση [-ις]:
    дело идет к \развязкаке ἡ ὑπόθεση πλησιάζει στή λύση της.

    Русско-новогреческий словарь > развязка

  • 126 рассматривать

    рассматривать
    несов
    1. κοιτάζω προσεχτικά, ἐξετάζω:
    \рассматривать надпись ἐξετάζω ἐπιγραφή·
    2. (разбирать, обсуждать) μελετώ, ἐξετάζω:
    \рассматривать заявление ἐξετάζω τήν αίτηση· \рассматривать дело юр. ἐκδικάζω ὑπόθεση·
    3. (считать) θεωρώ:
    \рассматривать как оскорбление θεωρώ προσβολή.

    Русско-новогреческий словарь > рассматривать

  • 127 самотек

    самотек
    м ἡ φυσική πορεία, τό αὐθόρ-μητο[ν]:
    пустить дело на \самотек ἐγκαταλείπω μιά ὑπόθεση στό αὐθόρμητο· не полагаться на \самотек μή βασίζεσαι στό αὐθόρμη· το.

    Русско-новогреческий словарь > самотек

  • 128 сводиться

    своди||ться
    (κ чему-л.) ἀνάγομαι, συνίσταμαι:
    дело сводится к следующему ἡ ὑπόθεση συνίσταται είς τό ἐξής.

    Русско-новогреческий словарь > сводиться

См. также в других словарях:

  • υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… …   Dictionary of Greek

  • υπόθεση η — 1. ό,τι υποθέτει κανείς, ό,τι θεωρεί ως δεδομένο ή ως πραγματικό, ως βάση σκέψης. 2. πιθανοφανής αρχή για εξήγηση φυσικών φαινομένων, που μπορεί να αποβεί θεωρία: Η υπόθεση του Δαρβίνου για τη γένεση των ειδών. 3. το θέμα, το αντικείμενο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γουότεργκεϊτ, υπόθεση — (Watergate Affair). Ονομασία που δόθηκε στο σοβαρότερο πολιτικό σκάνδαλο των ΗΠΑ του 20ού αι. Η υ.Γ. έθεσε σε δοκιμασία τους συνταγματικούς θεσμούς της χώρας και οδήγησε στη μοναδική έως σήμερα παραίτηση προέδρου των ΗΠΑ. Η υ.Γ. έλαβε την… …   Dictionary of Greek

  • περιδέραιου υπόθεση — Συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία, που διαδραματίστηκε το 1785 1786. Ήρωας της υπόθεσης αυτής ήταν ο καρδινάλιος ντε Ροάν, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, εξαπατήθηκε από την κόμησα ντε λα… …   Dictionary of Greek

  • Σάκο και Βαντσέτι, υπόθεση- — (Sacco και Vanzetti). Στην αμερικανική ιστορία, δίκη για φόνο και καταδίκη δύο αναρχικών Ιταλών μεταναστών, που προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο Νίκολα Σ (1891 1927) και ο Μπαρτολομέο Β (1888 1927) συνελήφθησαν με την κατηγορία ληστείας και… …   Dictionary of Greek

  • Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • δυαδική θεωρία — Υπόθεση που προτάθηκε από τον Άγγλο χημικό Χάμφρεϊ Ντέιβι για να γίνει δυνατή η αναγωγή των αλάτων των αλογόνων (π.χ. NaCl) και των αλάτων των οξυγονούχων οξέων (π.χ. NaNO3) στον ίδιο τύπο (το μονοσθενές Cl’ μπορεί να αντικατασταθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»