Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+υποχώρηση

  • 21 отбой

    α.
    1. απόκρουση.
    2. ίσιασμα, Ισίωση ή όξυνση με σφυρηλάτηση.
    3. χτύπημα γραμμής(με τεντωμένη κλωστή).
    4. ξεχώρισμα με μέτρηση.
    5. απόκρουση.
    6. σάλπισμα ανάκλησης• σιωπητήριο•

    бить отбой σαλπίζω ανακλητικό, σιωπητήριο ή παύση.

    εκφρ.
    бить отбой – βαρώ υποχώρηση (υπαναχωρώ από θέσεις, απόψεις, υποσχέσεις κ.τ.τ.)• отбою (отбоя) нет δεν ησυχάζω, δε βρίσκω ησυχία

    Большой русско-греческий словарь > отбой

  • 22 отступной

    επ.
    του επιμέτρου•

    -ые деньги χρήματα επιμέτρου (για μη εκτέλεση όρου συμφωνίας).

    ουσ. ουδ. -ое
    επίμετρο χρημάτων για προτεινόμενη υποχώρηση.

    Большой русско-греческий словарь > отступной

  • 23 пас

    επιφ.
    1. (χαρτπ.) πάσο, άρνηση, υποχώρηση.
    2. ως κατηγ. πάω πάσο, δεν ανακατεύομαι, δεν επεμβαίνω.
    α. (αθλτ.) πάσα, μεταβίβαση.

    Большой русско-греческий словарь > пас

  • 24 побег

    α.
    1. δραπέτευση, απόδραση•

    побег из плена δραπέτευση από την αιχμαλωσία•

    побег из тюрьмы απόδραση από τη φυλακή.

    2. παλ. φυγή, υποχώρηση άταχτη.
    α.
    βλαστός, -τάρι•

    побег от корня η παραφυάδα•

    разводить -ами πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.

    Большой русско-греческий словарь > побег

  • 25 позорный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    αισχρός, επονείδιστος• ντροπιαστικός•

    -ое поведение αισχρή διαγωγή•

    позорный поступок αισχρή πράξη•

    -ое отступление ντροπιαστική υποχώρηση.

    εκφρ.
    пригвоздить к позорному столбу – στιγματίζω, στηλιτεύω, επιτιμώ δημόσια (παλαιά τιμωρούσαν τον εγκληματία δένοντας τον σε στύλο της πλατείας).

    Большой русско-греческий словарь > позорный

  • 26 прикрыть

    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω. || κουπών ω•

    прикрыть кастрюлю крышкой κουπώνω την κατσαρόλα με το καπάκι.

    2. (στρατ.) προφυλάσσω, προστατεύω•

    прикрыть фланг καλύπτω το πλευρό•

    прикрыть отступление καλύπτω την υποχώρηση.

    3. αποκρύπτω, σκόπιμα αποσιωπώ• συγκαλύπτω. || φράζω, εμποδίζω.
    4. κλείνω λίγο, μισοκλείνω•

    прикрыть дверь μισοκλείνω την πόρτα.

    5. κλείνω, διαλύω•

    прикрыть магазин κλείνω το μαγαζί.

    1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    прикрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.

    2. μτφ. κρύβομαι, συγκαλύπτομαι•

    он хотел прикрыть хвастивыми словами αυτός ήθελε να καλυφτεί με καυχησιολογίες.

    3. μισοκλείνομαι.
    4. κλείνω, διαλύομαι, παύω να λειτουργώ•

    магазин -лся το μαγαζί έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > прикрыть

  • 27 ремиссия

    θ.
    υποχώρηση, ύφεση νόσου.

    Большой русско-греческий словарь > ремиссия

  • 28 ретирад

    α. κ. ретирада
    θ. παλ.
    1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση (στρατού).
    2. οχυρό (για κάλυψη υποχώρησης).
    3. παλ. • αποχωρητήριο.

    Большой русско-греческий словарь > ретирад

  • 29 сбросить

    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•

    сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.

    || απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•

    сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•

    сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.

    2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•

    сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•

    сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•

    сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.

    3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•

    сбросить давление κατεβάζω την πίεση•

    сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.

    4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.
    5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.
    6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).
    ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•

    с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.

    Большой русско-греческий словарь > сбросить

  • 30 скидка

    θ.
    1. ρίξιμο, πέταγμα•

    скидка снега с крыши ρίξιμο κάτω του χιονιού από τη στέγη.

    2. έκπτωση, σκόντο.
    3. υποχώρηση, ένδοση, επιείκεια.

    Большой русско-греческий словарь > скидка

  • 31 фора

    θ.
    έκφραση: дать -у κάνω υποχώρηση, φέρνομαι επιεικά.
    κ. φόρο
    επιφ. παλ. όλο (φωνές για επανάληψη νούμερου σε θεάματα).

    Большой русско-греческий словарь > фора

См. также в других словарях:

  • υποχώρηση — η / ὑποχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, αλλά υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῑσθαι τὴν ὑποχώρησιν», Πολ.) νεοελλ. 1. παραίτηση από αξιώσεις, συγκατάβαση, συμβιβασμός… …   Dictionary of Greek

  • υποχώρηση — η 1. το να υποχωρεί κανείς, η οπισθοχώρηση, το πισωδρόμισμα: Άτακτη υποχώρηση του στρατού. 2. καθίζηση, κατολίσθηση: Υποχώρηση του εδάφους. 3. περιορισμός αξιώσεων, συγκατάβαση, συμβιβαστικότητα: Στις διαπραγματεύσεις δεν κάνει υποχώρηση καμιά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποχωρήση — ὑποχώρησις retirement fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχωρήσῃ — ὑποχωρήσηι , ὑποχώρησις retirement fem dat sg (epic) ὑποχωρέω go back aor subj mid 2nd sg ὑποχωρέω go back aor subj act 3rd sg ὑποχωρέω go back fut ind mid 2nd sg ὑ̱ποχωρήσῃ , ὑποχωρέω go back futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποχωρήσῃ , ὑποχωρέω go back… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • ένδοση — η (AM ἔνδοσις) υποχώρηση αρχ. 1. (για αρρώστια) ελάττωση, ύφεση 2. χαλάρωση («ἐνδόσει τινὶ τόνου», Πλούτ.) 3. υποχώρηση, καθίζηση («στερεὰν γὰρ οὖσαν, παλαιουμένην οὐκ εἰς τὸ κάτω τὴν ἔνδοσιν λαμβάνειν», Στράβ.) 4. αποχώρηση, υποχώρηση στρατού 5 …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»