Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+υποχρέωση

  • 41 подписка

    θ.
    1. εγγραφή•

    произвести -у κάνω (διεξάγω) εγγραφή, εγγράφω.

    2. εγγραφή (συνδρομητών, εισφοράς κ.τ.τ.).
    γραπτή υποχρέωση, υπόσχεση κ.τ.τ. дать -у υπογράφω (για εκπλήρωση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подписка

  • 42 послушание

    ουδ.
    υπακοή υποταγή, ευπείθεια. || μοναστική υπηρεσία ή υποχρέωση (για εξιλασμό αμαρτίας κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > послушание

  • 43 священный

    επ., βρ: -щен, -щенна, -щенно; ιερός•

    - ые книги τα ιερά (ή εκκλησιαστικά) βιβλία•

    -ая утварь ιερά σκεύη•

    -ая воина α) θρησκευτικός πόλεμος, β) ιερός πόλεμος (υπέρ πατρίδας κ.τ.τ.)•

    священный долг ιερό καθήκο•

    -ая обязанность ιερή υποχρέωση.

    εκφρ.
    ,ая история – ιερή ιστορία.

    Большой русско-греческий словарь > священный

  • 44 солидарный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. αλληλέγγυος• ομόφωνος, σύμφωνος•

    -ое обязательство αλληλέγγυα υποχρέωση•

    я -рен с докладчиком είμαι σύμφωνος με τον εισηγητή.

    2. κοινός αμοιβαίος•

    -ая ответственность συνυπευθυνότητα.

    Большой русско-греческий словарь > солидарный

  • 45 функционировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. λειτουργώ• δουλεύω• δρω, εκτελώ, υποχρέωση, χρέος, καθήκο ή ρόλο.

    Большой русско-греческий словарь > функционировать

  • 46 функция

    θ.
    1. (γραπ. λόγος)• λειτουργία• φαινόμενο•

    функция слюнной железы η λειτουργία του σιαλογόνου σ.δενα.

    2. (μαθ.) η συνάρτηση•

    тригонометрические -и τριγωνομετρικές συναρτήσεις.

    3. μτφ. υποχρέωση, χρέος, καθήκον•

    служебныефункцияи υπηρεσιακά καθήκοντα•

    исполнять свою -ю в обществе εκτελώ τις υποχρεώσεις μου στην κοινωνία.

    4. σημασία, προορισμός, ρόλος•

    функция родительного падежа η σημασία της γενικής πτώσης (στη γραμματική)•

    функция денег ο ρόλος των χρημάτων.

    εκφρ.
    выступать в -и – εμφανίζομαι με την ιδιότητα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > функция

  • 47 хвост

    α.
    1. η ουρά•

    махать -ом κουνώ την ουρά•

    конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•

    собачий хвост η ουρά του σκύλου•

    хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•

    хвост птиц η ουρά. των πουλιών•

    распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.

    2. το πίσω μέρος γενικά•

    хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•

    хвост комета η ουρά του κομήτη•

    платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•

    хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•

    хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.

    3. η σειρά•

    хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•

    стоять в -е στέκομαι στη σειρά.

    4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•

    ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•

    студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).

    5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.
    εκφρ.
    задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•
    поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•
    показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•
    быть, идтиκ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•
    схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•
    быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•
    наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•
    насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•
    не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•
    псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > хвост

См. также в других словарях:

  • υποχρέωση — η, Ν 1. το να οφείλει κανείς να κάνει κάτι 2. ηθικό χρέος, ηθική επιταγή 3. χρηματική οφειλή, χρέος 4. φρ. α) «έχω υποχρεώσεις» είμαι ηθικά δεσμευμένος απέναντι στην οικογένειά μου για την συντήρησή της ή για την αποκατάσταση παιδιών ή αδελφών β) …   Dictionary of Greek

  • υποχρέωση — η 1. το να είναι κανείς υπόχρεος να κάνει κάτι: Υποχρέωση εξόφλησης του δανείου. 2. ηθικό χρέος, καθήκον: Έχω υποχρέωση στο φίλο μου. 3. υλικό χρέος, χρηματική οφειλή: Η εταιρεία έχει πολλές υποχρεώσεις. 4. στον πληθ., υποχρεώσεις ηθικά χρέη για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του …   Dictionary of Greek

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»