Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

η+τουαλέτα

См. также в других словарях:

  • τουαλέτα — η (λ. γαλλ.). 1. έπιπλο με καθρέφτη και με είδη καλλωπισμού: Τουαλέτα στιλ Λουδοβίκου. 2. ιδιαίτερο δωμάτιο με όλα τα είδη καλλωπισμού, καλλωπιστήριο. 3. λουτρό μαζί με αποχωρητήριο. 4. σωματική περιποίηση και καλλωπισμός: Θέλει μια ώρα να κάνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουαλέτα — η, Ν 1. ειδικό έπιπλο με καθρέφτη, όπου τοποθετούνται όλα τα είδη τού γυναικείου καλλωπισμού 2. ξεχωριστό δωμάτιο για το ντύσιμο και τον καλλωπισμό μιας γυναίκας 3. πολυτελές βραδινό γυναικείο φόρεμα 4. η φροντίδα για την καθαριότητα και το… …   Dictionary of Greek

  • τουαλεταρίζομαι — Ν [τουαλέτα] 1. κάνω την ατομική καθαριότητα, περιποιούμαι το σώμα μου 2. φορώ τουαλέτα, ντύνομαι επίσημα …   Dictionary of Greek

  • Μπουσέ, Φρανσουά — (Francois Boucher, Παρίσι 1703 – 1770). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ροκοκό. Μαθήτευσε κοντά στον Λεμουάν, ύστερα στον χαράκτη Καρς και κατασκεύασε πολλά χαρακτικά αντίγραφα έργων του Βατό. Ταξίδεψε στην… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπιστήριο — το 1. μικρός χώρος για καλλωπισμό 2. το έπιπλο με τα απαραίτητα καλλυντικά είδη για καλλωπισμό, η τουαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλωπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Λόνγκι, Πιέτρο — (Pietro Falca detto Longhi, Βενετία 1702 – 1785). Ιταλός ζωγράφος. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αντόνιο Μπαλέστρα, επιδόθηκε σε έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως τα εικονοστάσια για την ενοριακή εκκλησία του Σαν Πελεγκρίνο (Μπέργκαμο) και του Σαν… …   Dictionary of Greek

  • μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Στην, Γιαν — (Stein). Ολλανδός ζωγράφος (1626 1679). Αν και οι πληροφορίες για τη ζωγραφική μόρφωσή του είναι λίγες, η υπόλοιπη ζωή του είναι αρκετά γνωστή. Ήταν γαμπρός του βαν Γκόγιεν και άσκησε την τέχνη του στο Ντελφτ, όπου διατηρούσε ζυθοπωλείο. Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»