Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+συνοικία

  • 21 район

    α.
    1. περιοχή•

    промышленный -βιομηχανική περιοχή•

    земледельческий район αγροτική περιοχή•

    южные -ы страны οι νότιες περιοχές της χώρας•

    хлебный район σιτοπαραγωγική περιοχή•

    степной район πεδινή περιοχή•

    угольный район ανθρακοφόρα περιοχή•

    -ы военных действий περιοχές πολεμικών επιχειρήσεων.

    2. επαρχία (ως διοικητική μονάδα). || τμήμα, συνοικία• αχτίδα.
    3. περιφέρεια.

    Большой русско-греческий словарь > район

  • 22 шалашный

    επ.
    της καλύβας. || από καλύβες•

    -городок συνοικία από καλύβες.

    Большой русско-греческий словарь > шалашный

См. также в других словарях:

  • συνοικία — συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc/acc dual συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκια — a public feast in memory of Theseus uniting all the towns of Attica into a single city state neut nom/voc/acc pl συνοίκιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικίᾳ — συνοικίαι , συνοικία living with her fem nom/voc pl συνοικίᾱͅ , συνοικία living with her fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοικία — η τμήμα πόλης ή χωριού, γειτονιά: Μένει σε μια φτωχική συνοικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοίκια — και αττ. τ. ξυνοίκια, τα, Α βλ. συνοίκιον …   Dictionary of Greek

  • συνοικία — η, ΝΑ, και συFοικία και αττ. τ. ξυνοικία Α [σύνοικος] τμήμα πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη ονομασία, αλλ. γειτονιά, κν. μαχαλάς αρχ. 1. συνοίκηση 2. άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν μαζί, κοινότητα 3. οικία …   Dictionary of Greek

  • Συνοικία Άνω Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (122 κάτ., υψόμ. 1.060 μ.) στην επαρχία Κορινθίας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (34 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Συνοικία Τρικάλων — Οικισμός (329 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • Μέση Συνοικία Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ., 214 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου …   Dictionary of Greek

  • ξυνοικία — συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc/acc dual συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνοικίας — συνοικίᾱς , συνοικία living with her fem acc pl συνοικίᾱς , συνοικία living with her fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»