Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+συγκομιδή

  • 21 обильный

    оби́л||ьный
    прил ἀφθονος, δαψιλής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος:
    \обильныйьный обед τό πλούσιο γεῦμα· \обильныйьный урожай ἡ ἀφθονη συγκομιδή, ἡ πλούσια σοδειά.

    Русско-новогреческий словарь > обильный

  • 22 олива

    олива
    ж
    1. (дерево) ἡ ἐλιά, ἡ ἐλαια, τό λιόδενδρο, τό ἐλαιόδενδρο[ν]:
    дикая \олива ἡ ἀγρι(ο)ελιά·
    2. (плод) ἡ ἐλιά, ἡ ἐλαιά:
    сбор олив ἡ συγκομιδή τῶν ἐλιῶν, τό μάζεμα τῆς ἐλιας, τό λιομάζωμα· урожай олив ἡ ἐσοδεία ἐλιᾶς, ἡ ἐλαιοπαραγωγή.

    Русско-новогреческий словарь > олива

  • 23 сбор

    сбор
    м
    1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):
    \сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·
    2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):
    \сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·
    3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:
    почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·
    4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·
    5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·
    6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:
    долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.

    Русско-новогреческий словарь > сбор

  • 24 снятие

    снятие
    с ἡ ἄρση:
    \снятие запрета ἡ ἄρση τής ἀπαγόρευσης· \снятие с работы ἡ ἀπόλυ-σις (или ἡ παύση) ἀπό τή δουλειά· \снятие блокады (оса́ды) ἡ ἄρση τοῦ ἀποκλει-σμοῦ (τής πολιορκίας)· \снятие допроса ἡ ἀνάκριση [-ις]· \снятие урожая ἡ συγκομιδή· \снятие с учета ἡ διαγραφή.

    Русско-новогреческий словарь > снятие

  • 25 убирать

    убирать
    несов
    1. (откуда-л.) βγάζω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω, μαζεύω:
    \убирать с дороги βγάζω ἀπ' τή μέση, ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο· \убирать со стола σηκώνω τό τραπέζι· \убирать паруса μαζεύω τά πανιά·
    2. (прятать) βάζω, χώνω, κρύβω, (αποκρύπτω:
    \убирать книги в шкаф βάζω τά βιβλία στό ντουλάπι·
    3. (урожай и т. ἡ.) μαζεύω, συγκομίζω, συλλεγω:
    \убирать хлеб μαζεύω τή συγκομιδή·
    4. (приводить в порядок) τακτοποιώ, συγυρίζω, συμμαζεύω, εὐπρεπίζω·
    5. (украшать) στολίζω, δια-κοσμώ.

    Русско-новогреческий словарь > убирать

  • 26 хлебоуборка

    хлебоуборка
    ж ὁ θερισμός, ἡ συγκομιδή τῶν σιτηρών.

    Русско-новогреческий словарь > хлебоуборка

  • 27 уродовать/абзтаб[ουρόνταβατ'] ρ. ασχημίζω

    [ουραζάϊ] ουσ. α σοδιά, συγκομιδή

    Русско-греческий новый словарь > уродовать/абзтаб[ουρόνταβατ'] ρ. ασχημίζω

  • 28 урожай

    [ουραζάϊ] ουσ. α σοδιά, συγκομιδή

    Русско-греческий новый словарь > урожай

  • 29 уродовать/абзтаб[ουρόνταβατ'] ρ ασχημίζω

    [ουραζάϊ] ουσ α σοδιά, συγκομιδή

    Русско-эллинский словарь > уродовать/абзтаб[ουρόνταβατ'] ρ ασχημίζω

  • 30 урожай

    [ουραζάϊ] ουσ α σοδιά, συγκομιδή

    Русско-эллинский словарь > урожай

  • 31 добирание

    ουδ.
    απομάζευμα, συλλογή, μάζευμα, συγκέντρωση, συγκομιδή ως το τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > добирание

  • 32 добор

    α.
    μάζευμα, συλλογή, συγκομιδή, συγκέντρωση ως το τέλος. || πρόσληψη πλήρης.

    Большой русско-греческий словарь > добор

  • 33 добрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. добрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добранный, βρ: -ран, -а к. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. απομα-ζεύω, αποτελειώνω την περισυλλογή, τη συγκομιδή, τη συγκέντρωση•

    добрать ягоды αποκαρπολογώ, απομαζεύω τους καρπούς.

    2. παίρνω, προσλαμβάνω ώσπου, αποσυμπληρώνω.
    3. (τυπγρ.) τελειώνω τη στοιχειοθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > добрать

  • 34 жатва

    θ.
    1. θέρος, θέρισμα, θερισμός. || η εποχή του θερισμού.
    2. παλ. ώριμοι δημητριακοί καρποί.
    3. συγκομιδή, σοδειά.

    Большой русско-греческий словарь > жатва

  • 35 комбайнирование

    ουδ.
    συγκομιδή μεκομπάιν.

    Большой русско-греческий словарь > комбайнирование

  • 36 комбайновый

    επ. της κομπάιν•

    комбайновый завод εργοστάσιο κατασκευής κομπάιν.

    || με κομπάιν•

    -ая уборка зерновых συγκομιδή δημητριακών με κομπάιν•

    -ая добыча угля εξόρυξη πετροκάρβουνου με κομπάιν.

    Большой русско-греческий словарь > комбайновый

  • 37 олива

    θ.
    ελιά, ελαια, ελαιόδεντρο καθώς και ο καρπός•

    дикая олива η αγριελιά•

    уро-жш олив ελαιοπαραγωγή•

    сбор олив ελαιο-συγκομιδή, λιομάζωμα.

    Большой русско-греческий словарь > олива

  • 38 отходник

    α. παλ.
    αγρότης που φεύγει για ανεύρεση εργασίας (κατά τη συγκομιδή).

    Большой русско-греческий словарь > отходник

  • 39 отхожий

    επ: отхожий промысел παλ. εργασία χωρικών κατά τη συγκομιδή σε άλλα χωριά•

    - ее место (απλ.) αποχωρητήριο, απόπατος.

    Большой русско-греческий словарь > отхожий

  • 40 послеуборочный

    επ. ο μετά τη συγκομιδή.

    Большой русско-греческий словарь > послеуборочный

См. также в других словарях:

  • συγκομιδῇ — συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιδή — gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιδή — η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [συγκομίζω] συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που… …   Dictionary of Greek

  • συγκομιδή — η 1. συγκέντρωση και αποθήκευση γεωργικών προϊόντων: Δεν άρχισε ακόμη η συγκομιδή των καρπών. 2. το σύνολο των καρπών που συγκομίζονται: Φέτος ήταν πλούσια η συγκομιδή. 3. γενικά συλλογή και αποταμίευση, θησαύρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυγκομιδῇ — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκομιδή — συγκομιδή , συγκομιδή gathering in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιδῆι — συγκομιδῇ , συγκομιδή gathering in fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιδαῖς — συγκομιδή gathering in fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιδαί — συγκομιδή gathering in fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιδῆς — συγκομιδή gathering in fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιδήν — συγκομιδή gathering in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»