-
41 маёвка
[μαιόφκα] ουσ. θ. (ιστ.) παράνομη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση -
42 митинг
[μίτινκ] ουσ. α συγκέντρωση -
43 собрание
[σαμπράνιιε] ουσ. ο. συγκέντρωση -
44 сосредоточение
[σασριντότατσινιιε] ουσ. ο. συγκέντρωση -
45 сосредоточенность
[σασριντατότσινναστ'] ουσ. θ. συγκέντρωση -
46 сходка
[σχότκα] ουσ. θ. συγκέντρωση -
47 централизация
[τσυντραλιζάτσυγια] ουσ. Θ. συγκέντρωση -
48 average correction
French\ \ correction moyenne de groupementGerman\ \ im Mittel treffende KorrekturenDutch\ \ average correction (for grouping)Italian\ \ correzione dell'influenza (del raggruppamento)Spanish\ \ corrección promedioCatalan\ \ correcció mitjanaPortuguese\ \ correcção média (de agrupamento); correção média (de agrupamento) (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ gennemsnit korrektion (til at gruppere)Norwegian\ \ gjennomsnittlig korreksjon (for gruppering)Swedish\ \ genomsnitt korrigering (för att gruppera)Greek\ \ μέση διόρθωση (για τη συγκέντρωση)Finnish\ \ keskimääräinen korjaus (ryhmille)Hungarian\ \ átlagos korrekció (csoportosításnál)Turkish\ \ ortalama düzeltme (gruplama için)Estonian\ \ keskmise parandus (rühmitamise arvel)Lithuanian\ \ vidutinė grupavimo pataisaSlovenian\ \ povprečni popravek (za združevanje v skupine)Polish\ \ poprawka przeciętna (na grupowanie)Russian\ \ усредненная корректировка (для групп)Ukrainian\ \ корекція середнього (для групування)Serbian\ \ -Icelandic\ \ meðaltal leiðrétting (fyrir hópa)Euskara\ \ batez besteko zuzenketa (taldekatzeko)Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ متوسط التصحيحات (للمجاميع)Afrikaans\ \ gemiddelde korreksie (vir groepering)Chinese\ \ 平 均 校 正 值 ( 组 )Korean\ \ 평균 수정(그룹에 대한) -
49 concentration
French\ \ concentrationGerman\ \ Ballung; KonzentrationDutch\ \ concentratieItalian\ \ concentrazioneSpanish\ \ concentraciónCatalan\ \ concentracióPortuguese\ \ concentraçãoRomanian\ \ concentrareDanish\ \ koncentrationNorwegian\ \ konsentrasjonSwedish\ \ koncentrationGreek\ \ συγκέντρωσηFinnish\ \ keskittymiskerroin, oik. Ginin hajontamitta (ks. keskierotus))Hungarian\ \ koncentrációTurkish\ \ yoğunlukEstonian\ \ kontsentratsioonLithuanian\ \ koncentracijaSlovenian\ \ koncentracijaPolish\ \ koncentracjaRussian\ \ концентрацияUkrainian\ \ концентраціяSerbian\ \ концентрацијаIcelandic\ \ styrkurEuskara\ \ kontzentrazioFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ تمرکزArabic\ \ تركيزAfrikaans\ \ konsentrasieChinese\ \ 集 中Korean\ \ 집중 -
50 pooling of classes
French\ \ groupage des classes; agrégation des classesGerman\ \ Zusammenfassung von KlassenDutch\ \ samenvoegen van klassenItalian\ \ fusione di classiSpanish\ \ combinación de clases; agrupamiento de las clasesCatalan\ \ combinació de classesPortuguese\ \ combinação de classesRomanian\ \ -Danish\ \ sammenslutning af klasserNorwegian\ \ sammenslåing av klasserSwedish\ \ klass-sammanslagningGreek\ \ συγκέντρωση των κατηγοριώνFinnish\ \ (luokkien) yhdistäminen t. yhdistelyHungarian\ \ osztályok összevonásaTurkish\ \ sınıfların birleştirilmesiEstonian\ \ klasside ühendamineLithuanian\ \ klasių grupavimasSlovenian\ \ združevanje razredovPolish\ \ łączenie klasRussian\ \ группировка классовUkrainian\ \ групування класівSerbian\ \ -Icelandic\ \ samnýtingu á bekkjumEuskara\ \ klase agerrarazteaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تجميع الفئاتAfrikaans\ \ saamvoeging van klasseChinese\ \ 组 ( 类 ) 合 并Korean\ \ 계급의 합동(화) -
51 pooling of error
French\ \ groupage (agrégation) des erreursGerman\ \ Zusammenfassen der FehlerDutch\ \ samenvoegen van fouten; samenvoegen van de residuele kwadratensommenItalian\ \ cumulo degli erroriSpanish\ \ combinación de erroresCatalan\ \ combinació d'errors; error ponderatPortuguese\ \ combinação de somas residuais de quadrados; combinação dos erros (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ poolning av felGreek\ \ συγκέντρωση του λάθουςFinnish\ \ jäännösneliösummien yhdistäminenHungarian\ \ hibaösszegezésTurkish\ \ hatanın birleştirilmesi; yanılgının birleştirilmesiEstonian\ \ ühendvea hindamineLithuanian\ \ paklaidų grupavimasSlovenian\ \ združevanje napakPolish\ \ łączenie błędówRussian\ \ группировка ошибокUkrainian\ \ групування помилокSerbian\ \ -Icelandic\ \ samnýtingu villuEuskara\ \ akats agerrarazteaFarsi\ \ edghame kh taPersian-Farsi\ \ ادغام خطاهاArabic\ \ تجميع الخطاAfrikaans\ \ saamvoeging van fouteChinese\ \ 误 差 合 并Korean\ \ 오차의 합동(화) -
52 концентрация
[καντσυντράτσυγια] ουσ θ συγκέντρωση -
53 маёвка
[μαιόφκα] ουσ θ (ιστ) παράνομη πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση -
54 митинг
[μίτινκ] ουσ α συγκέντρωση -
55 собрание
[σαμπράνιιε] ουσ ο συγκέντρωση -
56 сосредоточение
[σασριντότατσινιιε] ουσ ο συγκέντρωση -
57 сосредоточенность
[σασριντατότσινναστ'] ουσ θ συγκέντρωση -
58 сходка
[σχότκα] ουσ θ συγκέντρωση -
59 централизация
[τσυντραλιζάτσυγια] ουσ θ συγκέντρωση -
60 актив
-а α.1. το ακτίφ τα στελέχη μιας Οργάνωσης•актив партийный актив το κομματικό αχτίφ•
-собрание актива συγκέντρωση του αχτύφ.
2. το ενεργητικό μέρος της περιουσίας. || μτφ. επιτυχίες, επιτεύξεις, τα υπέρ, τα πλεονεκτήματα.
См. также в других словарях:
συγκέντρωση — Στη χημεία σ. λέγεται η αναλογία μιας ουσίας που υπάρχει σ’ ένα μείγμα στερεό, υγρό ή αέριο. Η σ. μπορεί να εκφραστεί κατά διάφορους τρόπους, γενικά όμως ορίζεται με την ποσότητα της ουσίας που περιέχεται στη μονάδα του όγκου. Στα υγρά μείγματα… … Dictionary of Greek
συγκέντρωση — η 1. συνάθροιση, μάζεμα: Δεν ήταν δυνατή η συγκέντρωση όλων των μελών της κυβέρνησης. 2. σύνολο ανθρώπων συγκεντρωμένων σε ένα μέρος: Στην πολυπληθή συγκέντρωση μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου. 3. αφοσίωση σε κάτι, απασχόληση της σκέψης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος … Dictionary of Greek
ασκίτης — Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή… … Dictionary of Greek
πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… … Dictionary of Greek
συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… … Dictionary of Greek