-
101 roof
[ru:f] 1. noun(the top covering of a building etc: a flat roof; a tiled roof; the roof of a car.) στέγη, σκεπή2. verb(to cover with a roof: They'll finish roofing the house next week.) σκεπάζω, στεγάζω- roof of the mouth -
102 кров
[κρόφ] ουσ. α. σκεπή, στέγη -
103 кров
[κρόφ] ουσ. α. σκεπή, στέγη -
104 кровля
[κρόβλγια] ουσ. θ. στέγη -
105 крыша
[κρύσα] ουσ. θ. στέγη, σκεπή -
106 кров
[κρόφ] ουσ α σκεπή, στέγη -
107 кров
[κρόφ] ουσ α σκεπή, στέγη -
108 кровля
[κρόβλγια] ουσ θ στέγη -
109 крыша
[κρύσα] ουσ θ στέγη, σκεπή -
110 влезть
-зу, -зешь, παρλθ. χρ. влез, -ла, -ло, προστκ. влезь ρ.σ.1. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανέρπω•влезть на дерево, на мачту, на крышу σκαρφαλώνω στο δέντρο, στο κατάρτι, στη στέγη.
2. εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα από στενό μέρος•влезть в нору μπαίνω στην κρύπτη•
влезть воры -ли в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.
|| λαθροχειρώ•влезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
3. παρεισδύω, παρεισέρχομαι., τρυπώνω, παρεισφρέω•влезть в кампанию χώνομαι (μπαίνω)με τρόπο στην παρέα.
4. χωρώ•все белье в чемодан не -ет όλα τα εσώρουχα στή βαλίτσα δε χωρούν.
5. μπαίνω, χωρώ•сапоги не -ли οι μπότες δεν μπήκαν, δε μου χώρεσαν (στο πόδι).
εκφρ.не -ешь у кого-н. – δεν μπορείς να μπεις στη σκέψη κάποιου•сколько -ет – όσο χωράει• όσο θέλεις. -
111 гонтовой
επ.με πέταυρα•-ая крыша στέγη ζύλινη (με πέταυρα).
-
112 давить
давлю, давишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. давленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.δ.μ.1. βαραίνω, πιέζω με το βάρος•снег -ит на крышу το χιόνι βαραίνει τη στέγη•
житкости -ят на стенки сосудов τα υγρά πιέζουν τα τοιχώματα των δοχείων.
|| μτφ. καταπιέζω, καταδυναστεύω•сильный всегда -ит слабого ο δυνατός πάντοτε καταπιέζει τον αδύνατο.
|| μτφ. βασανίζω, κατατρύχω•шоска ее -ит την τρώγει η μελαγχολία.
|| μτφ. πνίγω, καταπνίγω, υποτάσσω, δεν εκδηλώνω, συγκρατώ•она -ла свой слезы αυτή έπνιγε τα δάκρυα της.
2. σφίγγω, στενεύω•воротник -ит шею ο γιακάς με στενεύει•
сапог -ит ногу η μπότα με σφίγγει στο πόδι.
|| μτφ. αισθάνομαι βάρος•-ит грудь αισθάνομαι βάρος στο στήθος•
-ит сердце αισθάνομαι βάρος στην καρδιά.
3. πνίγω, στραγγαλίζω•лиса -ит кур η αλεπού πνίγει τις κότες.
4. ζουπώ, -ίζω, συνθλίβω•давить клопов ζουπώ τους κοριούς.
|| πατώ, θανατώνω•транспорт -ит не мало людей τα μεταφορικά μέσα πατούν πολλούς ανθρώπους.
5. °"τίβω•давить лимон στίβω το λεμόνι.
1. πνίγομαι•давить костью μου στάθηκε κόκκαλο στο λαιμό.
|| μου πιάνεται η ανάσα (από βήχα, γέλιο, λυγμούς κ.τ.τ.).2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι.3. πνίγομαι, θανατώνομαι με πνιγμό.4. ζουπιέμαι, συνθλίβομαι.5. πατιέμαι στίβομαι. -
113 двускатный
κ. двухскатный, επ., επικλινής κατά δυό πλευρές•-ая крыша στέγη επικλινής προς δυό πλευρές.
-
114 докидать
ρ.σ.μ. τελειώνω το πέταγμα, το ρίφιμο•докидать снег с крыши τελειώνω το πέταγμα του χιονιού από τη στέγη.
-
115 долговечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноμακρόβιος, πολυετής•-ые растения μακρόβια φυτά.
|| στερεός, γερός, αιώνιος•-ая кровля γερή στέγη.
-
116 дорасти
-расту, -стшь, παρλθ. χρ. дорос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. доросший ρ.δ.1. μεγαλώνω, αναπτύσσομαι ως•дерево -лс до крыши дома το δέντρο έφτασε ως τη στέγη του σπιτιού.
2. φτάνω στην ηλικία•он ещё не -рос, чтобы ходить в кино αυτός είναι ακόμα μικρός για να πηγαίνει στον κινηματογράφο•
они не -сли до философии (μτφ.) αυτοί είναι μικροί ακόμα για φιλοσοφία.
εκφρ.нос не -рос – (αστ.) είναι (είσαι κλπ.) μικρός ακόμα. -
117 дранка
-и θ.1. πηχάκι.2. αθρσ. τα πέ-ταυρα•покрыть -ой крыщу πεταυρώνω τη στέγη.
-
118 загнать
-гоню, -гонишь, παρλθ. χρ. загнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω μέσα, μπάζω•загнать скот в двор μπάζω τα ζώα στην αυλή•загнать (футбольный) мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.
2. διώχνω, κυνηγώ•собака -ла кошку на крышу το σκυλί κυνήγησε τη. γάτα στη στέγη.
3. καταπονώ, κατακουράζω με το πολύ τρέξιμο•загнать лошадь κάνω το άλογο να λαχανιάσει.
4. μπήγω• χώνω•он -ал нож в спину αυτός έμπηξε το μαχαίρι στη ράχη•
загнать сваи μπήγω πασσάλους.
5. (απλ.) πουλώ•он -ал пальто на базаре αυτός πούλησε το πανωφόρι στο παζάρι•
загнать копейку (ή деньги) βγάζω, κερδίζω τη δεκάρα, τα χρήματα.
-
119 закинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•
закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.
2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•
-петлю ρίχνω θηλειά•
закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•
высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•
закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•
бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.
εκφρ.закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.2. γέρνω πίσω.3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο). -
120 капать
-аю, -аешьκ. παλ. -плю, -плешь, капай,επιρ. μτχ. капаяρ.δ.1. στάζω, σταλάζω•из глаз у не -ли слёзы από τα μάτια της έσταζαν δάκρυα•
дождь -лет πέφτουν σταλαματιές βροχής!•
крыша -лет η στέγη στάζει.
2. ρίχνω σταγόνες•капать лекарство в рюмку ρίχνω σταγόνες φάρμακο στο ποτηράκι.
|| χύνω•не капай вином на скатерть μη χύνεις κρασί στο τραπεζομάντηλο.
3. απρόσ. σταλαματίζει.εκφρ.не -лет над нами – δε μας βιάζει ή δε μας κυνηγάει κανένας.
См. также в других словарях:
στέγη — roof fem nom/voc sg (attic epic ionic) στέγος roof neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στέγος roof neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγῃ — στέγη roof fem dat sg (attic epic ionic) στέγω cover closely pres subj mp 2nd sg στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγω cover closely pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
στέγη — η 1. σκέπασμα του σπιτιού: Έπεσε η στέγη. 2. σπίτι: Έμεινε χωρίς στέγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέγηι — στέγῃ , στέγη roof fem dat sg (attic epic ionic) στέγῃ , στέγω cover closely pres subj mp 2nd sg στέγῃ , στέγω cover closely pres ind mp 2nd sg στέγῃ , στέγω cover closely pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγέων — στέγη roof fem gen pl (epic ionic) στέγος roof neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγῶν — στέγη roof fem gen pl στέγος roof neut gen pl (attic epic doric) στεγάζω cover fut part act masc voc sg στεγάζω cover fut part act neut nom/voc/acc sg στεγάζω cover fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαις — στέγη roof fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγαισι — στέγη roof fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγην — στέγη roof fem acc sg (attic epic ionic) στέγος roof neut acc sg στέγω cover closely pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)