-
21 раковый
раков||ый Iприл τοῦ κάβουρα, τοῦ καβουριοῦ, τοῦ ἀστακοῦ:\раковый суп σούπα ἀπό καβούρια· \раковыйая шейка ἡ οὐρά τής καραβίδας, ἡ οὐρά τοῦ ἀστακοῦ.раков||ый IIприл мед. καρκινώδης· \раковыйая опухоль καρκινώδης ὅγκος. -
22 рассольник
рассольникм кул. σούπα μέ ἀγγούρια τουρσί. -
23 свекольник
свекольникм кул. ἡ σούπα ἀπό κοκ-κινογούλια. -
24 солить
солитьнесов1. (приправлять солью) ἀλατίζω, ἀλμεύω:\солить суп ἀλατίζω τήν σούπα·2. (готовить впрок) παστώνω:\солить рыбу παστώνω τό ψάρι. -
25 суп
супм ἡ σούπα:вегетарианский \суп ἡ χορτόσουπα· куриный \суп ἡ κοτόσουπα· мясной \суп ἡ κρεατόσουπα. -
26 тарелка
тарелк||аж1. τό πιάτο:глубокая \тарелка τό βαθύ πιάτο· мелкая \тарелка τό ρηχό πιάτο· десертная \тарелка τό πιατάκι· съесть полную \тарелкау су́па τρώγω ἕνα ὁλόκληρο πιάτο σούπά2. \тарелкаи мн. муз. τά κύμβαλα· ◊ быть не в своей \тарелкае разг δέν εἶμαι στά κέφια μου. -
27 чечевичный
чечеви||чныйприл τής φακής:\чечевичныйчная похлебка ἡ σοῦπα φακής. -
28 щавелевый
щавелев||ыйприл1. μέ ξινολαπαθα, ἀπό ξινολαπαθα:\щавелевыйые щи σούπα μέ ξυνο-λάπαθα·2. хим. ὁξαλικός:\щавелевыйая кислота τό ὁξαλικό ὀξύ. -
29 окрошка
[ακράσκα] ουσ. θ. οκρόσκα (κρύα σούπα με λαχανικά και κρέας) -
30 рассольник
[ρασσόλ'νικ] ουσ. α. σούπα με αγγούρια τουρσί -
31 суп
[σούπ] ουσ. α σούπα -
32 окрошка
[ακράσκα] ουσ θ οκρόσκα (κρύα σούπα με λαχανικά και κρέας) -
33 рассольник
[ρασσόλ'νικ] ουσ α σούπα με αγγούρια τουρσί -
34 суп
[σούπ] ουσ α σούπα -
35 брандахлыст
-а α.(απλ.)1. νερομένος ζύθος.2. σούπα νερόπλυμα, νερομπούλι.3. (υβρ.) κουφοκέφαλος, φυρόμυαλος, κοκκορόμυαλος. -
36 вермишель
-и θ.ο φιδές•суп с -ью σούπα φιδέ.
-
37 галушки
-шек (ενκ. галушка, -ив.) σούπα με λαζάνια. -
38 гороховица
-ы θ.σούπα μπιζέλια. -
39 гороховый
επ.του μπιζελιού• από μπιζέλι, μπιζελίσιος•гороховый стебель το στέλεχος της μπιζελιάς•
гороховый суп σούπα μπιζέλια.
|| πρασινωπός, χρώμα μπιζελιού.εκφρ.чучело -ое ή шут - – α) ο γελοία ντυμένος, β) περιγέλαστος, ανεκδιήγητος, σάχλας, σαχλαμάρας. -
40 добавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•-ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•
сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.
|| λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•
мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.
προστίθεμαι•-лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).
См. также в других словарях:
σούπα — η, Ν 1. ρευστό φαγητό ή ζωμός 2. μτφ. (για πρόσ.) μεθυσμένος 3. φρ. «έγινε σούπα» (συν. σχετικά με ρούχο) φορέθηκε πολύ, παραφορέθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppa] … Dictionary of Greek
σούπα — η (λ. ιταλ.), είδος φαγητού: Κράτησετο κεφάλι του ψαριού για να το κάνει σούπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
σουπίτσα — (I) η, Ν [σούπα] (υποκορ. τ.) ελαφρά ή λίγη σούπα. (II) η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών κεφαλόποδων μαλακίων τού γένους σηπιόλη … Dictionary of Greek
σουπιάζω — Ν [σούπα] γίνομαι νερουλός σαν σούπα … Dictionary of Greek
χελωνόσουπα — η, Ν σούπα με κρέας χελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνα + σούπα] … Dictionary of Greek
ψαρόσουπα — η, Ν σούπα από ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + σούπα] … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek