Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+σειρά

  • 41 tefrika

    σειρά, επεισόδιο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tefrika

  • 42 rangée

    σειρά

    Dictionnaire Français-Grec > rangée

  • 43 Série

    σειρά

    Dictionnaire Français-Grec > Série

  • 44 pořadí

    σειρά

    Česká-řecký slovník > pořadí

  • 45 serial

    σειρά

    English-Greek new dictionary > serial

  • 46 seria

    σειρά

    Słownik polsko-grecki > seria

  • 47 szereg

    σειρά

    Słownik polsko-grecki > szereg

  • 48 очередь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. σειρά, ακολουθία, διαδοχή τάξη, αράδα γραμμή•

    соблюдать очередь τηρώ τη σειρά•

    в порядке -и με τη σειρά, με την αράδα•

    установить очередь καθορίζω, βάζω σειρά•,стать в очередь μπαίνω στη σειρά•

    занимать очередь πιάνω σειρά•

    каждый в свою очередь καθένας με τη σειρά του.

    2. σειρά αναμενόιντων•

    большая, длинная очередь μεγάλη, μακριά ουρά.

    3. (στρατ.) ριπή•

    пулемётная очередь ριπή πολυβόλου•

    автоматная очередь ριπή αυτόματου.

    εκφρ.
    в первую очередь – στην πρώτη γραμμή (σειρά), πριν απ όλα•
    в свою очередь – με τη σειρά του•
    быть (стоить) на -и – έχω σειράστον κατάλογο(για λύση ζητήματος)•
    поставить в очередь – εγγράφω στον κατάλογο, βάζω στη σειρά (για λήψη)•
    стать на -; стоять на -и – έχω σειρά, είμαι γραμμένος στον κατάλογο.

    Большой русско-греческий словарь > очередь

  • 49 очередность

    очередност||ь ж ἡ κανονική διαδοχή, ἡ σειρά:
    в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά· установить \очередность καθορίζω τήν σειρά[ν], καθορίζω τήν προτεραιότητα о́черед||ь ж
    1. (последовательность) ἡ σειρά, ἡ ἀράδα:
    по \очередностьи μέ τήν σειρά· теперь \очередность за вами τώρα εἶναι ἡ σειρά σας· в порядке \очередностьи μέ τήν σειρά·
    2. (группа людей) ἡ γραμμή, ἡ οὐρά, ἡ σειρά:
    живая \очередность ἡ οὐρά·
    3. воен. ἡ ριπή:
    пулеметная \очередность ἡ ριπή πολυβόλου· ◊ в свою \очередность μέ τήν σειρά του· в первую \очередность πρίν ἀπ· ὀλα, πρωτίστως.

    Русско-новогреческий словарь > очередность

  • 50 порядок

    -дка α.
    1. τάξη, -διευθέτηση, τακτοποίηση διάταξη•

    привести в порядок книги τακτοποιώ τα βιβλία•

    востановить порядок αποκαθιστώ την τάξη•

    полный порядок во всм πλήρης τάξη σε όλα.

    || καθιερωμένη (καταστημένη) σειρά, μονοτονία. || ως κατηγ. είναι καλά, εν τάξει, σωστά, όπως χρειάζεται.
    2. το καθεστώς, τάξη πραγμάτων•

    существующий порядок η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το υπάρχον καθεστώς.

    || συνήθεια, έθιμο•

    у нас такой порядок εμείς έχομε τέτοια συνήθεια.

    3. σειρά, συνέχεια•

    алфавитный порядок αλφαβητική σειρά•

    в -е очереди όπως είναι η σειρά•

    по -у με τη σειρά•

    порядок рассувдния σειρά {αλληλουχία) του συλλογισμού.

    4. τρόπος, μέθοδος, κανόνες•

    голосования οι κανόνες της ψηφοφορίας.

    5. ιδιότητα• ποιότητα, χαρακτήρας•

    явления одного -а φαινόμενα του ίδιου χαρακτήρα.

    6. (στρατ.) διάταξη•

    порядок боя διάταξη μάχης.,

    7. (διαλκ.) σειρά σπιτιών.
    8. (βιολ.) τάξη. || σφαίρα, τομέας.
    εκφρ.
    в -е – α) εν τάξει, β) αίσια, με το καλό•
    в -е вещей – κανονικά, όπως συνήθως•
    в административном -е – με τη διοικητική οδό, διοικητικά•
    судебным -ои – με τη δικαστική οδό, δικαστικά•
    законным -ом – με το νόμο, μέσα στα πλαίσια του νόμου.
    в спешном -е – εσπευσμένα, βιαστικά, στα γρήγορα•
    для -дка – α) για την τάξη. β) για τον τύπο, τυπικά•
    своим -ом – με τη σειρά τουόπως πρέπει•
    призвать к -у – ανακαλώ στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > порядок

  • 51 очерёдность

    θ.
    διαδοχικότητα, η εκτέλεση με τη σειρά• τάξη, σειρά•

    очерёдность выполнения работ διαδοχικότητα (σειρά) στην εκτέλεση των εργασιών•

    соблюдать очерёдность τηρώ τη σειρά•

    в -и κατά (με) τη σειρά•

    установить очерёдность καθιερώνω (καθορίζω) σειρά•

    в порядке -и με τη σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > очерёдность

  • 52 ряд

    -а, προθτ. в -е, в -у, πλθ. ряды α.
    1. σειρά, αράδα• τάξη• στίχος• στοίχος, ζυγός•

    два -а домов δυο σειρές σπιτιών•

    ряд кресел σειρά πολυθρόνων•

    верхний ряд зубов η άνω σειρά των δοντιών•

    солдаты стояли двумя -ами οι στρατιώτες έστεκαν σε δυο στοίχους•

    мы построились в -ы εμείς συνταχτήκαμε•

    сомкнуть -ы πυκνώνω τους στοίχους ή τις γραμμές•

    сплотить -ы συσφίγγω τις γραμμές.

    2. διαδοχή•

    ряд поколений σειρά γενεών•

    ряд веков σειρά αιώνων•

    ряд дней σειρά ημερών.

    3. πλθ. -ы (στρατ.) τάξεις, γραμμές•

    служить в -ах освободительной армии υπηρετώ στις τάξεις του απελευθερωτικού στρατού.

    4. αράδα, κομπολόι•

    молочный ряд η σειρά των γαλατάδικων (αγοράς, παζαριού)•

    рыбный ряд τα ψαράδικα (της αγοράς)•

    овощные -ы τα λαχανάδικα.

    5. η χωρίστρα των μαλλιών.
    6. γραμμή•

    трава в рядях χόρτο κατά γραμμές.

    || αλληλουχία, ακολουθία.
    εκφρ.
    в первых -ах – μπροστά απ όλους, πρώτος•
    из -а вон (выходящий) – απαράμιλλος, απαράβαλτος, ασύγκριτος•
    в -у – ανάμεσα, μεταξύ, μέσα στον αριθμό.

    Большой русско-греческий словарь > ряд

  • 53 ряд

    1. (совокупность предметов, лиц, расположенных один к одному, в одну линию) η σειρά, η γραμμή, η αράδα (ξεν.)
    - кирпичной кладки η σειρά/στρώση της πλινθοδομής
    2. (некоторое число) о αριθμός 3. хим. η σειρά
    - напряжений (активностей) см. электрохимический -
    - нептуния - νεπτουνίου/ποσειδωνίου
    радиоактивный - η ραδιενεργός οικογένεια/σειρά
    4. мат. η ακολουθία 5. мед. η σειρά
    зубной - των δοντιών 6 (совокупность явлений событий следующих одно за другим) ησειρά, η διαδοχή
    временной - χρονική -, ηχρονοσειρά

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ряд

  • 54 ряд

    ряд
    λ
    1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:
    \ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·
    2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·
    3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:
    в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·
    4. \ряды мн. (лавки):
    овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα

    Русско-новогреческий словарь > ряд

  • 55 очередь

    очередь ж 1) (порядковый номер) η σειρά 2) (группа людей) η σειρά, η ουρά ◇ в первую \очередь πρώτα, πριν απ'όλα
    * * *
    ж
    2) ( группа людей) η σειρά, η ουρά
    ••

    в пе́рвую о́чередь — πρώτα, πριν απ'όλα

    Русско-греческий словарь > очередь

  • 56 поочерёдно

    Русско-греческий словарь > поочерёдно

  • 57 ряд

    ряд м η σειρά; η γραμμή (линия)' сидеть в первом \ряду κάθομαι στην πρώτη σειρά; в \ряде случаев σε μερικές περιπτώσεις
    * * *
    м
    η σειρά; η γραμμή ( линия)

    сиде́ть в пе́рвом ряду́ — κάθομαι στην πρώτη σειρά

    в ряде слу́чаев — σε μερικές περιπτώσεις

    Русско-греческий словарь > ряд

  • 58 стать

    стать 1) (встать) στέκομαι· \стать в очередь παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά 2) (сделаться) γίνομαι* \стать учителем γίνομαι δάσκαλος; стало темно σκοτείνιασε; βράδιασε (с наступлением вечера ) 3) (остановиться) σταματώ; часы
    * * *
    1) ( встать) στέκομαι

    стать в о́чередь — παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά

    2) ( сделаться) γίνομαι

    стать учи́телем — γίνομαι δάσκαλος

    ста́ло темно́ — σκοτείνιασε; βράδιασε ( с наступлением вечера)

    3) ( остановиться) σταματώ

    часы́ ста́ли — το ρολόι σταμάτησε

    ••

    во что́ бы то ни ста́ло — οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο

    Русско-греческий словарь > стать

  • 59 line

    I 1. noun
    1) ((a piece of) thread, cord, rope etc: She hung the washing on the line; a fishing-rod and line.) κλωστή, σπάγγος, σκοινί, πετονιά
    2) (a long, narrow mark, streak or stripe: She drew straight lines across the page; a dotted/wavy line.) γραμμή
    3) (outline or shape especially relating to length or direction: The ship had very graceful lines; A dancer uses a mirror to improve his line.) γραμμή
    4) (a groove on the skin; a wrinkle.) ρυτίδα
    5) (a row or group of objects or persons arranged side by side or one behind the other: The children stood in a line; a line of trees.) σειρά, στοίχος
    6) (a short letter: I'll drop him a line.) αράδα
    7) (a series or group of persons which come one after the other especially in the same family: a line of kings.) σειρά διαδοχής, γενεαλογία
    8) (a track or direction: He pointed out the line of the new road; a new line of research.) πορεία
    9) (the railway or a single track of the railway: Passengers must cross the line by the bridge only.) σιδηροδρομική γραμμή
    10) (a continuous system (especially of pipes, electrical or telephone cables etc) connecting one place with another: a pipeline; a line of communication; All (telephone) lines are engaged.) γραμμή
    11) (a row of written or printed words: The letter contained only three lines; a poem of sixteen lines.) σειρά: στίχος
    12) (a regular service of ships, aircraft etc: a shipping line.) γραμμή
    13) (a group or class (of goods for sale) or a field of activity, interest etc: This has been a very popular new line; Computers are not really my line.) σειρά, είδος: τομέας δραστηριότητας
    14) (an arrangement of troops, especially when ready to fight: fighting in the front line.) γραμμή, παράταξη
    2. verb
    1) (to form lines along: Crowds lined the pavement to see the Queen.) παρατάσσομαι στο μήκος (του δρόμου)
    2) (to mark with lines.) ριγώνω, χαρακώνω, ρυτιδώνω
    - linear - linesman
    - hard lines!
    - in line for
    - in
    - out of line with
    - line up
    - read between the lines
    II verb
    1) (to cover on the inside: She lined the box with newspaper.) επενδύω
    2) (to put a lining in: She lined the dress with silk.) φοδράρω

    English-Greek dictionary > line

  • 60 линия

    θ.
    1. γραμμή, ρίγα•

    линия прямая ευθεία γραμμή•

    линия кривая καμπύλη γραμμή.

    || φανταστική γραμμή•

    линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•

    линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.

    2. περίγραμμα.
    3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.
    4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•

    гор οροσειρά•

    линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).

    5. σιδηροδρομική γραμμή.
    6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•

    родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•

    родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•

    прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•

    нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•

    боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.

    7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•

    правильная линия σωστή γραμμή•

    неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•

    правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.

    8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.
    9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).
    εκφρ.
    поточная линияβλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•
    на -и – κοντά, πλησίον•
    по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•
    он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•
    поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•
    вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•
    гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•
    по -и – προς την κατεύθυνση.

    Большой русско-греческий словарь > линия

См. также в других словарях:

  • σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… …   Dictionary of Greek

  • σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»