Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+πυρά

  • 41 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 42 отсидеть

    -ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отсиженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. μουδιάζω από το καθισιό•

    отсидеть ногу μουδιάζω το πόδι από το καθισιό.

    2. κάθομαι (για ένα χρονικό διάστημα)•

    я -ел только два акта в театре κάθησα μόνο δυο πράξεις στο θέατρο.

    3. (για ποινή) εκτινω•

    отсидеть свой срок εκτίω την ποινή μου.

    1. κάθομαι, (παρά) μένω•

    в окопе от обстрела κάθομαι στο χαράκωμα, προφυλαγόμενος από τα πυρά•

    отсидеть в палатке от дождя κάθομαι στη σκηνή για να μη βραχώ.

    2. μουδιάζω από το καθισιό.

    Большой русско-греческий словарь > отсидеть

  • 43 отстрелить

    -елю, -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстреленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αποκόπτω, κόβω με σφαίρα ή βλήμα (μέλος του σώματος)•

    ему -ли правую руку τα πυρά του έκοψαν το δεξί χέρι.

    Большой русско-греческий словарь > отстрелить

  • 44 отстрелять

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстрелянный, βρ: -лян, -а, -о ρ.σ.
    1. (κυνηγ.) σκοτώνω, φονεύω.
    2. ρίχνω, ξοδεύω, καταναλώνω φυσίγγια•

    он -ял ленту αυτός έρριξε μια αρμάθα φυσίγγια.

    3. τελειώνω τη βολή, τον πυροβολισμό, το κανονίδι.
    1. αμύνομαι, αποκρούω με πυρά.
    2. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > отстрелять

  • 45 пальба

    θ.
    ομοβροντία ομαδικά πυρά, μπαταρία•

    ружеиная пальба το τουφεκίδι•

    пушечная пальба κανονίδι, κανονιοβολισμός.

    Большой русско-греческий словарь > пальба

  • 46 пачечный

    επ.
    του πακέτου.
    εκφρ.
    - ая стрельба – μπαταρίες, ομαδικά πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > пачечный

  • 47 перекрёстный

    επ.
    1. παλ. σταυρωτός, διασταυρωνόμενος•

    -ая дорога οδική διασταύρωση, σταυροδρόμι.

    2. διασταυρωνόμενος•

    перекрёстный огонь διασταυρωνόμενα πυρά.

    εκφρ.
    - ое опылениеβοτ. γονιμοποίηση με διασταύρωση•
    перекрёстный допрос – (νομ.)αντιπαράσταση•
    перекрёстный посев – γραμμική σταυρωτή σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > перекрёстный

  • 48 плотный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. πυκνος πηχτός σφιχτός• συμπυκνωμένος. || πυ-κνούφασμένος, κρουστός, κρουστόφαντος. || γερός• συνεκτικός•

    -ая бумага, кожа γερό χαρτί, δέρμα.

    2. πολύ πυκνός συμπαγής• αδιαπέραστος.
    3. υπερπλήρης, γεμάτος κάργα, καργα-ρισμένος, τεζαρισμένος.
    4. εύρωστος, ρωμα-. λέος, σφιχτοδεμένος, κατάγερος.
    5. χορταστικός, άφθονος, πλούσιος.
    εκφρ.
    плотный огонь – πυκνά πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > плотный

  • 49 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 50 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

  • 51 поддержка

    θ.
    1. υποστήριξη, -ιγμα.
    2. βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή συμπαράσταση. || συνηγορία•

    поддержка предложения, мнения υποστήριξη της πρότασης, της γνώμης.

    || ενίσχυση• προστασία•

    поддержка наступающих артиллерийским огнм υποστήριξη των επιτιθέμενων με πυρά πυροβολικού.

    Большой русско-греческий словарь > поддержка

  • 52 рассеять

    -ею, -еешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеянный, βρ: • -ян, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπείρω, σπέρνω•

    рассеять семена σπέρνω σπόρους.

    2. διασπείρω, κατανέμω σε διάφορα σημεία•

    школы по всей стране φτιάχνω σ όλη τη χώρα σχολεία.

    3. διαχέω• εκπέμπω•

    рассеять свет διαχέω το φως.

    4. διασκορπίζω• διαλύω•

    ветер -ял тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα•

    неприятельскую каваллерию διασκορπίζω το εχθρικό ιππικό.

    || μτφ. διαλύω, εξαλείφω• διώχνω•

    рассеять подозрения διαλύω τις υποψίες•

    рассеять скуку διώχνω την πλήξη•

    рассеять опасения διαλύω τους φόβους.

    1. εποικίζομαι, στεγάζομαι χωριστά.
    2. διαχέομαι.
    3. διασκορπίζομαι•

    неприятель -лся под нашим огнм ο εχθρός διασκορπίστηκε από τα πυρά μας•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν (διαλύθηκαν).

    || περνώ, παρέρχομαι•

    гнев -лся ο θυμός πέρασε.

    4. μτφ. ξεσκάζω, ανακουφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рассеять

  • 53 садить

    сажу, садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. саженный, βρ: -жен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. (απλ.) βλ. сажать (εκτός της 5 κ. 10 σημ.).
    2. χτυπώ δυνατά•

    садить кулаком χτυπώ με τη γροθιά.

    || πυροβολώ ισχυρά, βάλλω με πολλά πυρά. || μυρίζω πολύ άσχημα, βρωμώ.
    3. Χρησιμοποιείται αντί άλλου ρήματος, που εύκολα εννοείται και με επίταση: садить папиросу за -ой καπνίζω (βάζω) το ένα κοντά το άλλο τα τσιγάρα.
    φυτεύομαι κλπ. ρ.μ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > садить

  • 54 сосредоточенный

    επ. από μτχ.
    1. συγκεντρωμένος.
    2. εντατικός• προσηλωμένος, αφοσιωμένος. || μτφ. απορροφημένος.
    εκφρ.
    άκρα σιωπή (σιγή), νέκρα•
    сосредоточенный огонь – συγκεντρωμένα πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > сосредоточенный

  • 55 сосредоточить

    -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сосредоточенный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω•

    сосредоточить войска συγκεντρώνω στρατεύματα•

    сосредоточить власть в свои руки συγκεντρώνω την εξουσία στα χέρια μου;•

    сосредоточить огонь συγκεντρώνω τα πυρά.

    2. προσηλώνω• εντείνω•

    -внимание συγκεντρώνω την προσοχή•

    сосредоточить мысль συγκεντρώνω τη σκέψη.

    1. συγκεντρώνομαι•

    резервы -лись οι εφεδρείες συγκεντρώθηκαν.

    2. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι•

    шум мешал мне сосредоточить ο θόρυβος με εμπόδιζε να συγκεντρωθώ.

    Большой русско-греческий словарь > сосредоточить

  • 56 теплина

    θ. (διαλκ.) φωτιά, πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > теплина

  • 57 ураганный

    επ.
    1. λαιλαπώδης, θυελλώδης•

    ураганный шум λαιλαπώδης βουή (βόμβος).

    2. μτφ. καταιγιστικός• καταστρεπτικός•

    ураганный огонь τα καταιγιστικά πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > ураганный

  • 58 фронтальный

    επ.
    1. μετωπικός•

    -ая атака η κατά μέτωπο επίθεση•

    фронтальный огонь τα μετωπικά πυρά.

    2. ομαδικός• καθολικός, σύμπας.

    Большой русско-греческий словарь > фронтальный

  • 59 шквальный

    επ.
    1. βλ. шквалистый.
    2. μτφ. κατάιγιστικά πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > шквальный

  • 60 шрапнельный

    επ.
    του βολιδοφόρου βλήματος•

    шрапнельный снаряд βλ. шрапнель•

    шрапнельный огонь πυρά βολιδοφόρων βλημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > шрапнельный

См. также в других словарях:

  • πυρά — watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρα — Πύρᾱ , Πύρης masc nom/voc/acc dual Πύρης masc voc sg Πύρᾱ , Πύρης masc voc sg (attic) Πύρᾱ , Πύρης masc gen sg (doric aeolic) Πύρης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρα — πύρα, η και πυράδα, η και πυρή, η 1. θερμότητα, ακτινοβολία θερμότητας: Η πύρα του φούρνου. 2. ερεθισμός, φλόγωση μέλους του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • Πύρᾳ — Πύραι , Πύρης masc nom/voc pl Πύρᾱͅ , Πύρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρα — η, ΝΜ μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῡς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. η ακτινοβολία τής θερμότητας τής φωτιάς, πυράδα 2. φλόγωση ασθενούς μέλους τού σώματος ή ερεθισμός πληγής 3. η θερμότητα που οφείλεται στον… …   Dictionary of Greek

  • πυρά — η 1. πυρ, φωτιά. 2. το μέρος όπου άναβαν οι αρχαίοι Έλληνες φωτιά, εστία, βωμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρᾷ — πυράζω singe fut ind mid 2nd sg (epic) πυράζω singe fut ind act 3rd sg (epic) πυρή funeral pyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρᾶι — πυρᾷ , πυράζω singe fut ind mid 2nd sg (epic) πυρᾷ , πυράζω singe fut ind act 3rd sg (epic) πυρᾷ , πυρή funeral pyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρ' — Πύρα , Πύρης masc voc sg Πύρα , Πύρης masc nom sg (epic) Πύραι , Πύρης masc nom/voc pl Πύρᾱͅ , Πύρης masc dat sg (attic doric aeolic) Πύρι , Πύρις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύρας — Πύρᾱς , Πύρης masc acc pl Πύρᾱς , Πύρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»