-
21 облететь
-лечу, -летишь ρ.σ.μ.1. περιίπταμαι, πετώ τριγύρω.2. αποφεύγω, παρακάμπτω κατά την πτήση.3. ξεπερνώ στην πτήση, πετώ μπροστά.4. μτφ. διαδίδομαι (για ήχους, ειδήσεις κ.τ.τ.)• город -ли слухи στην πόλη κυκλοφόρησαν φήμες.5. φυλλορροώ, πέφτω•листья -ли τα φύλλα έπεσαν.
|| (για δέντρα) γυμνώνομαι, μένω χωρίς φύλλωμα. -
22 отлёт
-а α.αναχώρηση, πτήση, πέταγμα•-птиц αποδημία των πτηνών.
εκφρ.на -е – λίγο πιο πέρα, σε μικρή απόσταση•держать на отлте – κρατώ ανάμερα•держать на отлёт папиросу – κρατεί το τσιγάρο ανάμερα•быть на -е – είμαι έτοιμος για πτήση. -
23 отлетать
-
24 пролёт
-
25 слёт
-
26 вылет
1. (полёт) η πτήση 2. (сво-бодная длина выступающей части конструкции или машины) το ανέρειστο, ο πρόβολος, η προεξοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вылет
-
27 залёт
η πτήσηрекогносцировочный (афс.) - αναγνωριστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залёт
-
28 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
29 испытательный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > испытательный
-
30 наводить
1. (управлять полётом) κατευθύνω/ελέγχω (την πτήση) 2. (ток) επάγω (το ρεύμα) 3. (на резкость) εστιάζω, ρυθμίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наводить
-
31 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
32 перелёт
1. (полёт по намеченному маршруту) η πτήση 2. (сезонное переселение птиц) η αποδημία (των πουλιών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перелёт
-
33 погода
ο καιρ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > погода
-
34 полёт
1. (перемещение чего-л. летящего) η πτήσηучебный - см. тренировочный -2. (птицы) το πέταγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полёт
-
35 рейс
1. ав. η πτήσηрегулярный - τακτική -, προγραμματισμένη -2. (авто) το ταξίδι, η διαδρομή, το δρομολόγιο 3. ж.-д. η διαδρομή,το δρομολόγιο1 порожний - κενό φορτίου 4. мор. ο πλους, ο διάπλους, το ταξίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейс
-
36 беспосадочный
беспосадочныйприл:\беспосадочный полет ав. (ή) πτήση χωρίς ἐνδιάμεση προσγείωση. -
37 бреющий
бреющийприл:\бреющий полет ое; πτήση σέ ἐλάχιστο ὕψος (ξυστά). -
38 взлет
взлетм1. ἡ πτήση [-ις], τό πέταγμα/ ἡ ἀπογείωση (самолета)·2. перен ἡ ἀνύψωση [-ις], τό ἀνέβασμα, τό πέταγμα. -
39 вылет
вылетм ἡ πτήση, τό πέταγμα/ ἡ ἀναχώρηση (самолета). -
40 высотный
высотн||ыйприл:\высотный полет ἀβ. ἡ ὑψηλή πτήση [-ις]· \высотныйое здание τό ὑψηλό κτίριο, ὁ οὐρανοξύστης.
См. также в других словарях:
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek
πτήση — η η πράξη του πετώ: Πτήση αεροπλάνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
πτητικός — ή, ό / πτητικός, ή, όν, ΝΜΑ ο κατάλληλος για πτήση (α. «πτητική μηχανή» β. «τὰ γαμψώνυχα τῶν πτητικῶν», Αριστοτ. γ. «βαρέα καὶ μὴ πτητικά», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με υγρές ή στερεές ουσίες) αυτός που παρουσιάζει αυξημένη τάση να… … Dictionary of Greek
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek
διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek