-
21 осторожно
осторожн||онареч προσεκτικά [-ῶς], μέ -προφύλαξη, μέ περίσκεψη:\осторожно1 (берегись) προσοχή!, πρόσεχε!· действовать \осторожно ἐνεργώ μέ προσοχή, ἐνεργώ μέ περίσκεψη. -
22 осторожность
осторожн||остьж ἡ προσοχή, ἡ περίσκεψη [-ις1» ἡ προφύλάξη [-ις] (осмотрительность):обращаться с \осторожностьостью εἶμαι προσεκτικός· из \осторожностьости χάριν προφυλάξεως. -
23 предосторожность
предосторожностьж ἡ προφύλαξη, ἡ προσοχή:меры \предосторожностьи τά προφυλακτικά μέτρα· принять меры \предосторожностьн παίρνω προφυλακτικά μέτρα -
24 предохранение
предохранениес ἡ προφύλαξη [-ις], ἡ διαφύλαξη [-ις], ἡ προστασία. -
25 профилактика
профилактикаж ἡ προφύλαξη [-ας]. -
26 προφύλαγμα
το см. προφύλαξη -
27 caution
['ko:ʃən] 1. noun1) (carefulness (because of possible danger etc): Exercise caution when crossing this road.) προσοχή, προφύλαξη2) (in law, a warning: The policeman gave him a caution for speeding.) σύσταση2. verb(to give a warning to: He was cautioned for drunken driving.) προειδοποιώ- cautious
- cautiously -
28 precaution
[pri'ko:ʃən](care taken to avoid accidents, disease etc: They took every precaution to ensure that their journey would be safe and enjoyable.) προφύλαξη -
29 профилактика
[πραφιλάκτικα] ουσ. θ. προφύλαξη -
30 профилактика
[πραφιλάκτικα] ουσ θ προφύλαξη -
31 застрахование
-я ουδ.ασφάλεια (ζωής, περιουσίας κλπ.). || προφύλαξη, εξασφάλιση από κίνδυνο. -
32 кольцевать
-цую, -цуешьρ.δ. μ. κάνω δαχτυλίωση, βάζω δαχτυλίδι στα πόδια των πτηνών ή σε ψάρια για αναγνώριση• σημαδεύω. || (για φυτά) βάζω δαχτυλίδια στον κορμό για επόδιση της ανάπτυξης, για καρποφορία κ.τ.τ.περιαλείφω κυκλικά τον κορμό δέντρου για προφύλαξη από βλαβερά έντομα. -
33 ни
ни 11. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•
ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•
ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•
ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.
2. μη(ν)•стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•
стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.
3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•
на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•
куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.
εκφρ.ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).ни 2(πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•
ни с кем με κανέναν•
я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•
ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•
я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•
ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.
-
34 ограждение
-я ουδ.1. περίφραξη, περιτοίχιση.2. προστασία, υπεράσπιση, προφύλαξη•ограждение интересов рабочих υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων.
3. υλικό περίφραξης•проволочное ограждение σύρμα περίφραξης.
-
35 опасение
-я ουδ.φόβος, φοβία•вызвать προξενώ φόβο•
смотреть с -ем κοιτάζω φοβισμένα.
|| ανησυχία για κάτι, δισταγμός•опасение половина спасения παρμ. φύλαγε τα ρούχα σου για νά χεις τα μισά.
|| αποφυγή, προφύλαξη. -
36 опаска
-и θ.προφύλαξη, επιφύλαξη, προσοχή•с -ой προφυλακτικά•
действовать с -ой ενεργώ προσεχτικά.
-
37 осторожность
-и θ.προφύλαξη• επιφύλαξη• περίσκεψη προσοχή•осторожность в словах προσοχή στα λόγια•
обращаться с -ью ενεργώ προσεχτικά.
-
38 охрана
-ы θ.1. περιφρούρηση• προστασία, προφύλαξη• διαφύλαξη•охрана материнства προστασία της μητρότητας•
охрана социалистической собственности περιφρούρηση της σοσιαλιστικής περιουσίας (ιδιοκτησίας)•
охрана лесов προστασία των δασών.
|| τήρηση•охрана поридка милицией η τήρηση της τάξης από την αστυνομία.
2. φρουρά•пограничная охрана η φρουρά των συνόρων, ο-ροφυλακή•
береговая охрана ακτοφρουρά•
личная σωματοφυλακή.
|| φυλάκιο (στρατιωτικό). -
39 переложить
-ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω βάζω, τοποθετώ αλλού. || αναβάλλω•переложить собрание на следующую неделю αναβάλλω τη συνέλευση για την ερχόμενη εβδομάδα.
2. αναθέτω• επιφορτίζω•переложить часть работы на помощника αναθέτω ένα μέρος της δουλειάς στο βοηθό.
3. εμβάλλω, ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα (για προφύλαξη)•переложить йблоки стружкой βάζω ενδιάμεσα στα μήλα ροκανίδια.
4. ξαναβάζω, ξανατοποθετώ• βάζω, τοποθετώ διαφορετικά. || ξαναχτίζω•-каменную стену ξαναχτίζω τον πέτρινο τοίχο.
5. παραβάζω, παραρρίχνω•переложить сахару παραβάζω ζάχαρη.
6. παραπίνω (οινοπν. ποτά).7. διασκευάζω, αλλάζω, μετατρέπω (για λογοτεχνικό ή μουσικό έργο)•переложить стихи прозой μετατρέπω τους στίχους σε πεζό λόγο.
|| παλ. μεταφράζω, ερμηνεύω•переложить пушкина по-грчески μεταφράζω τον Πούσκιν στα ελληνικά.
8. παλ. ξαναζεύω. -
40 предостережение
-я ουδ.προφύλαξη• προειδοποίηση.
См. также в других словарях:
προφύλαξη — η / προφύλαξις, άξεως, ΝΜΑ [προφυλάσσω] το να προφυλάσσεται κάποιος από κάτι … Dictionary of Greek
προφύλαξη — η το να προφυλάγει ή να προφυλάγεται κανείς, η πρόνοια, η προσοχή για αποφυγή του κακού: Περάσαμε τα σύνορα με μεγάλες προφυλάξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
σκέπη — η, ΝΜΑ 1. σκέπασμα, κάλυμμα 2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ. β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ. γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ. δ.… … Dictionary of Greek
ιντερφερόνες — Oυσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από τα κύτταρα όλων των σπονδυλωτών, όταν αυτά μολυνθούν με οποιονδήποτε ιό. Οι ουσίες αυτές επιδρούν στα γειτονικά κύτταρα, τα οποία αποκτούν ένα είδος πρόσκαιρης ανοσίας προς οποιονδήποτε ιό και επομένως … Dictionary of Greek
έλυτρο — το (AM ἔλυτρον) περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα νεοελλ. 1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους) 2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας 3.… … Dictionary of Greek
καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… … Dictionary of Greek
προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… … Dictionary of Greek
προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… … Dictionary of Greek
σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… … Dictionary of Greek