Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+προφύλαξη

  • 21 осторожно

    осторожн||о
    нареч προσεκτικά [-ῶς], μέ -προφύλαξη, μέ περίσκεψη:
    \осторожно1 (берегись) προσοχή!, πρόσεχε!· действовать \осторожно ἐνεργώ μέ προσοχή, ἐνεργώ μέ περίσκεψη.

    Русско-новогреческий словарь > осторожно

  • 22 осторожность

    осторожн||ость
    ж ἡ προσοχή, ἡ περίσκεψη [-ις1» ἡ προφύλάξη [-ις] (осмотрительность):
    обращаться с \осторожностьостью εἶμαι προσεκτικός· из \осторожностьости χάριν προφυλάξεως.

    Русско-новогреческий словарь > осторожность

  • 23 предосторожность

    предосторожность
    ж ἡ προφύλαξη, ἡ προσοχή:
    меры \предосторожностьи τά προφυλακτικά μέτρα· принять меры \предосторожностьн παίρνω προφυλακτικά μέτρα

    Русско-новогреческий словарь > предосторожность

  • 24 предохранение

    предохранение
    с ἡ προφύλαξη [-ις], ἡ διαφύλαξη [-ις], ἡ προστασία.

    Русско-новогреческий словарь > предохранение

  • 25 профилактика

    профилактика
    ж ἡ προφύλαξη [-ας].

    Русско-новогреческий словарь > профилактика

  • 26 προφύλαγμα

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προφύλαγμα

  • 27 caution

    ['ko:ʃən] 1. noun
    1) (carefulness (because of possible danger etc): Exercise caution when crossing this road.) προσοχή, προφύλαξη
    2) (in law, a warning: The policeman gave him a caution for speeding.) σύσταση
    2. verb
    (to give a warning to: He was cautioned for drunken driving.) προειδοποιώ
    - cautious
    - cautiously

    English-Greek dictionary > caution

  • 28 precaution

    [pri'ko:ʃən]
    (care taken to avoid accidents, disease etc: They took every precaution to ensure that their journey would be safe and enjoyable.) προφύλαξη

    English-Greek dictionary > precaution

  • 29 профилактика

    [πραφιλάκτικα] ουσ. θ. προφύλαξη

    Русско-греческий новый словарь > профилактика

  • 30 профилактика

    [πραφιλάκτικα] ουσ θ προφύλαξη

    Русско-эллинский словарь > профилактика

  • 31 застрахование

    ουδ.
    ασφάλεια (ζωής, περιουσίας κλπ.). || προφύλαξη, εξασφάλιση από κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > застрахование

  • 32 кольцевать

    -цую, -цуешь
    ρ.δ. μ. κάνω δαχτυλίωση, βάζω δαχτυλίδι στα πόδια των πτηνών ή σε ψάρια για αναγνώριση• σημαδεύω. || (για φυτά) βάζω δαχτυλίδια στον κορμό για επόδιση της ανάπτυξης, για καρποφορία κ.τ.τ.
    περιαλείφω κυκλικά τον κορμό δέντρου για προφύλαξη από βλαβερά έντομα.

    Большой русско-греческий словарь > кольцевать

  • 33 ни

    ни 1
    1. μόριο αρνητ. ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ•

    не осталось ни одного куска δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι•

    ни так ни сяк ούτε έτσι ούτε αλλιώς•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    ни то ни сё ούτε αυτό, ούτε το άλλο• τό 'να του βρωμάει, τ άλλο του μυρίζει•

    ни с того ни с сего απότομα, χωρίς προφύλαξη ή διατυπώσεις•

    ни за что ни про что για το τίποτε, χωρίς λόγο για ψύλλου πήδημα.

    2. μη(ν)•

    стой там и ни с места στάσου εκεί και μην το κουνάς από τη θέση•

    стой! ни шагу дальше! άλτ, μη κάνεις ούτε βήμα.

    3. σύνδ. (σε αρνητικές προτάσεις) ούτε, μήτε•

    ни кушать ни пить не хочу δε θέλω ούτε να φάω ούτε να πιω•

    на улице ни души στο δρόμο δεν υπάρχει ούτε ψυχή (κανένας)•

    куда кинь все клин παρμ. όπου και να πας, μπαστούνια θα τα βρεις.

    εκφρ.
    ни-ни – μη-μη ή όχι-όχι (απαγορεύεται, δεν κάνει).
    ни 2
    (πάντοτε άτονο) αποχωριζόμενο μέρος της αντων. «никто», «ничто» κ.τ.τ. σε συνδυασμό με συνδέσμους ο σύνδεσμος μπαίνει ανάμεσα από τα δυο μέρη: ни κ. кто:

    ни в коем случае σε καμιά περίπτωση•

    ни с кем με κανέναν•

    я ни к кому не ходил σε κανέναν δεν πήγαινα•

    ни у кого не было папиросов κανένας δεν είχε τσιγάρα•

    я ни на кого не надеюсь δεν ελπίζω σε κανέναν•

    ни для кого этого не сделаю δε θα το φτιάσω για κανέναν.

    Большой русско-греческий словарь > ни

  • 34 ограждение

    ουδ.
    1. περίφραξη, περιτοίχιση.
    2. προστασία, υπεράσπιση, προφύλαξη•

    ограждение интересов рабочих υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων.

    3. υλικό περίφραξης•

    проволочное ограждение σύρμα περίφραξης.

    Большой русско-греческий словарь > ограждение

  • 35 опасение

    ουδ.
    φόβος, φοβία•

    вызвать προξενώ φόβο•

    смотреть с -ем κοιτάζω φοβισμένα.

    || ανησυχία για κάτι, δισταγμός•

    опасение половина спасения παρμ. φύλαγε τα ρούχα σου για νά χεις τα μισά.

    || αποφυγή, προφύλαξη.

    Большой русско-греческий словарь > опасение

  • 36 опаска

    θ.
    προφύλαξη, επιφύλαξη, προσοχή•

    с -ой προφυλακτικά•

    действовать с -ой ενεργώ προσεχτικά.

    Большой русско-греческий словарь > опаска

  • 37 осторожность

    θ.
    προφύλαξη• επιφύλαξη• περίσκεψη προσοχή•

    осторожность в словах προσοχή στα λόγια•

    обращаться с -ью ενεργώ προσεχτικά.

    Большой русско-греческий словарь > осторожность

  • 38 охрана

    θ.
    1. περιφρούρηση• προστασία, προφύλαξη• διαφύλαξη•

    охрана материнства προστασία της μητρότητας•

    охрана социалистической собственности περιφρούρηση της σοσιαλιστικής περιουσίας (ιδιοκτησίας)•

    охрана лесов προστασία των δασών.

    || τήρηση•

    охрана поридка милицией η τήρηση της τάξης από την αστυνομία.

    2. φρουρά•

    пограничная охрана η φρουρά των συνόρων, ο-ροφυλακή•

    береговая охрана ακτοφρουρά•

    личная σωματοφυλακή.

    || φυλάκιο (στρατιωτικό).

    Большой русско-греческий словарь > охрана

  • 39 переложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω βάζω, τοποθετώ αλλού. || αναβάλλω•

    переложить собрание на следующую неделю αναβάλλω τη συνέλευση για την ερχόμενη εβδομάδα.

    2. αναθέτω• επιφορτίζω•

    переложить часть работы на помощника αναθέτω ένα μέρος της δουλειάς στο βοηθό.

    3. εμβάλλω, ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα (για προφύλαξη)•

    переложить йблоки стружкой βάζω ενδιάμεσα στα μήλα ροκανίδια.

    4. ξαναβάζω, ξανατοποθετώ• βάζω, τοποθετώ διαφορετικά. || ξαναχτίζω•

    -каменную стену ξαναχτίζω τον πέτρινο τοίχο.

    5. παραβάζω, παραρρίχνω•

    переложить сахару παραβάζω ζάχαρη.

    6. παραπίνω (οινοπν. ποτά).
    7. διασκευάζω, αλλάζω, μετατρέπω (για λογοτεχνικό ή μουσικό έργο)•

    переложить стихи прозой μετατρέπω τους στίχους σε πεζό λόγο.

    || παλ. μεταφράζω, ερμηνεύω•

    переложить пушкина по-грчески μεταφράζω τον Πούσκιν στα ελληνικά.

    8. παλ. ξαναζεύω.

    Большой русско-греческий словарь > переложить

  • 40 предостережение

    ουδ.
    προφύλαξη• προειδοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > предостережение

См. также в других словарях:

  • προφύλαξη — η / προφύλαξις, άξεως, ΝΜΑ [προφυλάσσω] το να προφυλάσσεται κάποιος από κάτι …   Dictionary of Greek

  • προφύλαξη — η το να προφυλάγει ή να προφυλάγεται κανείς, η πρόνοια, η προσοχή για αποφυγή του κακού: Περάσαμε τα σύνορα με μεγάλες προφυλάξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • σκέπη — η, ΝΜΑ 1. σκέπασμα, κάλυμμα 2. μτφ. προ κάλυψη, προφύλαξη, προστασία, υπεράσπιση (α. «φύλαξόν με υπό την σκέπην σου», εκκλ. β. «ὑπὸ τήν σκέπην τών σων προσέρχομαι πτερύγων», Πρόδρ. γ. «ἐν σκέπῃ τοῡ πολέμου», προφύλαξη από τον πόλεμο, Ηρόδ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • ιντερφερόνες — Oυσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από τα κύτταρα όλων των σπονδυλωτών, όταν αυτά μολυνθούν με οποιονδήποτε ιό. Οι ουσίες αυτές επιδρούν στα γειτονικά κύτταρα, τα οποία αποκτούν ένα είδος πρόσκαιρης ανοσίας προς οποιονδήποτε ιό και επομένως …   Dictionary of Greek

  • έλυτρο — το (AM ἔλυτρον) περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα νεοελλ. 1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους) 2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας 3.… …   Dictionary of Greek

  • καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… …   Dictionary of Greek

  • προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακή — Νησί στη νότια πλευρά της Λέσβου και NΔ του ακρωτηρίου Αγρελιός. Το νησί βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που προσπλέει από τα N τον κόλπο της Γέρας. * * * η, ΝΜΑ [φυλακή] εμπροσθοφυλακή, στρατιωτική δύναμη η οποία αποσπάται από τον κύριο όγκο τού… …   Dictionary of Greek

  • σκέπαστρο — το / σκέπαστρον, ΝΑ σκεπαστήριο, σκέπασμα νεοελλ. 1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη 2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»