-
21 проекция
η προβολήгномоническая - мат. γνωμονική -зенитальная - (карт.) ζενιθιακή -конформная (карт.) σύμ-μορφος -косая - πλάγια -, λοξή -поликоническая - πολυκωνική -, стереографическая - στερεογραφική -центральная - (карт.) κεντρική -цилиндрическая - (карт.) κυλινδρική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проекция
-
22 проецирование
η προβολή-ть προβάλλω (π.χ. στην οθόνη)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проецирование
-
23 просмотр
1. (проверка) о έλεγχος, η εξέταση 2. (ошибка, недосмотр) η απροσεξία, το λάθος/σφάλμα που οφείλεται σε έλλειψη της προσοχής 3 (напр. кинофильма) η προβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просмотр
-
24 протрузия
(в стоматологии) η προβολή/προώθηση (των δοντιών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протрузия
-
25 сеанс
1. (демонстрация чего-л.) η προβολή 2. мед. η επίσκεψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сеанс
-
26 скиатрон
η σκιαγραφική προβολή (εξάρτημα του ραντάρ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скиатрон
-
27 уступ
1. (часть чего-л., отступающая от основной линии и образующая ступень, выемку) η (προ)εξοχή, η προβολή 2. горн. η αναβαθμίδαη βαθμίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уступ
-
28 цветовоспроизведение
η απόδοση, η προβολή (των χρωμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цветовоспроизведение
-
29 черчение
η σχεδίαση, η ιχνογραφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > черчение
-
30 выдвижение
выдвижениес ἡ προαγωγή, ἡ προώθηση/ ἡ πρόταση, ἡ ἀνάδειξη [-ις] (на должность)/ ἡ ὑποβολή (кандидатуры, предложения)/ ἡ προβολή (довода). -
31 выпад
выпадм1. спорт. ἡ προβολή τοῦ ποδός:делать \выпад προβάλλω τό πόδι μπροστά·2. перен ἡ ἐπίθεση [-ις], ἡ προσβολή. -
32 показ
показм ἡ ἔκθεση [-ις], ἡ ἐπίδειξις:\показ кинофильма ἡ προβολή κινηματογραφικής ταινίας. -
33 проекция
проекцияж геом., кино ἡ προβολή. -
34 сеанс
сеансм1. τό ποζάρισμα (у художника)/ ἡ ἐπίδειξη, ἡ παρουσίαση (показ моделей):\сеанс одновременной игры в шахматы ἐπίδειξη ἀγώνα σκακιοῦ μέ πολλούς ἀντιπάλους·2. (в кино) ἡ προβολή, ἡ παράσταση:вечерние \сеансы οἱ βράδυνες προβολές. -
35 сеанс
[σιάνς] ουσ. α επίδειξη, παρουσίαση, παράσταση, προβολή -
36 orthogonal projection
French\ \ projection orthogonaleGerman\ \ orthogonale ProjektionDutch\ \ orthogonale projectieItalian\ \ -Spanish\ \ proyección ortogonalCatalan\ \ projecció ortogonalPortuguese\ \ projecção ortogonal; projeçção ortogonal (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ ortogonalprojektionNorwegian\ \ -Swedish\ \ ortogonal projektionGreek\ \ ορθογώνια προβολήFinnish\ \ ortogonaaliprojektioHungarian\ \ -Turkish\ \ dik projeksiyon (izdüşüm)Estonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ ортогональная проекцияUkrainian\ \ ортогональна проекціяSerbian\ \ ортогонална пројекцијаIcelandic\ \ hornrétt vörpunEuskara\ \ proiekzio ortogonalakFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ اسقاط متعامدAfrikaans\ \ ortogonale projeksieChinese\ \ -Korean\ \ 정사영, 직교사영 -
37 projection
French\ \ projectionGerman\ \ ProjektionDutch\ \ projectieItalian\ \ proiezioneSpanish\ \ proyecciónCatalan\ \ projeccióPortuguese\ \ projecçãoRomanian\ \ proiecţieDanish\ \ projektionNorwegian\ \ projeksjonSwedish\ \ projektionGreek\ \ προβολήFinnish\ \ projektioHungarian\ \ elõreszámításTurkish\ \ projeksiyonEstonian\ \ projektsioonLithuanian\ \ projekcija; projektavimasSlovenian\ \ -Polish\ \ założenia; projektowanie; planowanie; prognoza; projekcjaRussian\ \ прогноз, перспективная оценка (проекция)Ukrainian\ \ проектуванняSerbian\ \ пројекцијаIcelandic\ \ vörpunEuskara\ \ proiekzioaFarsi\ \ t svirPersian-Farsi\ \ تصویریArabic\ \ تنبؤ - اسقاطAfrikaans\ \ projeksieChinese\ \ 射 影 , 预 测 , 规 划Korean\ \ 사영, 투영 -
38 сеанс
[σιάνς] ουσ α επίδειξη, παρουσίαση, παράσταση, προβολή -
39 выбрасывание
-я ουδ.1. ρίξιμο, πέταγμα έξω. || μτφ. διαγραφή, σβήσιμο, περικοπή, κόψιμο. || μτφ. σπατάλη.2. πρόταση, προβολή.3. προπομπή. || βγάλσιμο, ρίξιμο. -
40 выброс
-а α.1. ρίξιμο έξω, πέταγμα2. εξαγωγή, προβολή, πρόταση.3. πεταγμένο πράγμα.
См. также в других словарях:
προβολή — putting forward fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
προβολή — η 1. προέκταση, προεξοχή: Προβολή της κάτω γνάθου. 2. εμφάνιση φωτεινών εικόνων σε πανί: Η προβολή του έργου αρχίζει σε λίγο. 3. προσπάθεια ανάδειξης ατόμου, προϊόντος κτλ., με τη συνεχή δημόσια γνωστοποίηση των θετικών χαρακτηριστικών του:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβολῇ — προβολῆι , προβολεύς producer masc dat sg (epic ionic) προβολή putting forward fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεογραφική προβολή — (Γεωδ. Χαρτογρ.). Αζιμουθιακή προοπτική, που έχει το προβολικό κέντρο πάνω στη σφαίρα και στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο από το σημείο επαφής του προβαλλόμενου επίπεδου. Ιδιότητες της σ. π. είναι οι εξής: Η προβολή περιφέρειας που διέρχεται από … Dictionary of Greek
κεφαλική προβολή — Η θέση του εμβρύου κατά τη διάρκεια του τοκετού, όπου κατά τη δίοδό του από τον πυελογεννητικό σωλήνα προβάλλει από τον κόλπο πρώτη η κεφαλή. Είναι η συνηθέστερη θέση και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για έναν ομαλό και φυσιολογικό τοκετό … Dictionary of Greek
ПУБЛИЧНОЕ ХОДАТАЙСТВО — • Προβολή, форма жалобы, при которой жалобщик, прежде чем лично обратиться к подлежащему суду, старается достигнуть предрешения самодержавного народа. Тогда как при эйсангелии (см. Ει̉σαγγελία, Эйсангелия) народ мог сам, по своему… … Реальный словарь классических древностей
προβολαῖς — προβολή putting forward fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαῖσι — προβολή putting forward fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαί — προβολή putting forward fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολᾷ — προβολή putting forward fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)