-
1 πάρ-ετος
πάρ-ετος, ον, abgespannt, schlaff, matt, μέχρι ἂν διακόψας τὰ νεῦρα ποιήσῃ πάρετον τὸ ζῷον, D. Sic. 3, 26; übertr., μέλη, Sosipat. 2 (V, 55).
-
2 φοβερός
φοβερός, mit Furcht verknüpft, dah. – 1) Furcht erregend, furchtbar, schrecklich; πᾶν μοι φοβερὸν τὸ προςέρπον Aesch. Prom. 127; φοβεροὶ μὲν ἰδεῖν Pers. 27. 48 u. oft; φοβερὸς εἰςιδεῖν Eur. Phoen. 182; ὄψις Hec. 77; χρηστήρια Her. 7, 139; πλήϑει φοβερός Thuc. 2, 98; Plat. Rep. V, 450 e u. öfter, u. Folgde; φοβερόν ἐστι, μή, es ist zu fürchten, daß – ; auch auf das subj. bezogen, ἵππ ος φοβερὸς μὴ ἀνήκεστόν τι ποιήσῃ, ein Pferd, von dem zu fürchten ist, es möge Unheil anrichten, Xen. Hier. 6, 15; φοβεροὶ ἦσαν, μὴ ποιήσειαν An. 5, 7,2; φοβερὸς προςπολεμῆσαι Dem. 2, 22, 16 unterscheidet es von καταπληκτικός, μᾶλλον τοῖς ὑπηκόοις. – 2) sich fürchtend, furchtsam; Plat. Phil. 32 c Rep. III, 413 d u. öfter; ἀναχώρησις Thuc. 4, 128; Xen. Cyr. 3, 3,19 Oec. 7, 25, wie auch Soph., ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα O. R. 153.
-
3 καθ-ήκω
καθ-ήκω, herabkommen, bei Aesch. Ch. 448, πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen, D. Cass. 39, 10. – Gew. sich bis wohin erstrecken, von Gegenden u. Landstrichen; zunächst auch hinab, nach dem Meere hin, ἡ γῆ ἐπὶ ϑάλασσαν καϑήκουσα Thuc. 2, 27, ὄρος μέγα ἐς ϑάλ. κατῆκον Her. 7, 22, ἐξήλυσις ἐς ϑάλ. κατήκουσα 7, 130, τὰ τείχη εἰς τὴν ϑάλ. καϑήκοντα Xen. An. 1, 4, 4; πέτραι καϑήκουσαι ἐπ' αὐτὸν ποταμόν 4, 3, 11; Sp., wie Paus. 2, 38, 4; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes, Αὐσχίσαι ὑπὲρ Βάρκης οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ ϑάλασσαν Her. 4, 171; 5, 49; ἐπὶ ποταμόν 4, 178; οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καϑήκοντες Thuc. 3, 96; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab, Xen. An. 3, 4, 24, u. ἡ Μηδία καϑήκει πρὸς τὴν Μεσοποταμίαν Pol. 5, 44, 6; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder, Plut. Rom. 3. – Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns, Aesch. 2, 25; τῆς βολῆς καϑηκούσης εἰς αὐτόν Plut. Alcib. 2; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel, Fab. 18; ähnlich Pol. καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, 4, 7, 1, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; so ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt, Arist. H. A. 8, 2; vgl. D. Hal. 2, 5; τῶν χρόνων ἤδη καϑηκόντων Pol. 5, 30, 7. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit, Soph. O. R. 75; πρὸ τοῦ καϑήκοντος χρόνου Aesch. 3, 126, wie αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit, Dem. 59, 80, vgl. 78; ἐν τῇ καϑηκούσῃ ὥρᾳ Arist. H. A. 6, 14. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ Dem. 19, 185, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht, οἷς καϑήκει εἰς Καστωλοῦ πεδίον ἀϑροίζεσϑαι Xen. An. 1, 9, 7; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit thun, Cyr. 1, 2, 5; τὰ καϑήκοντα ἐφ' ἑαυτὸν ποιεῖν Dem. 10, 37; bes. bei den Stoikern, die Pflicht, D. L. 7, 25; Cic. de off. 1, 3; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider, Pol. 6, 6, 7. – Her. 7, 19 ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen.
-
4 μετα-βάλλω
μετα-βάλλω (s. βάλλω), 1) umwerfen, schnell umdrehen; μετὰ νῶτα βαλών, als Tmesis, vom Fliehenden, der den Rücken schnell umgewandt hat, Il. 8, 94; übh. umwenden, ändern, χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι, Eur. Med. 121; φαεννὰς ἄστρων μεταβάλλει ὁδοὺς Ζεύς, El. 728 u. öfter; auch μορφὴν ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν, Bacch. 54; u. μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους, andere Sitten angenommen habend, I. A. 348; vgl. Ar. Plut. 36, τοὺς τρόπους μεταβ., die Sitten ändern, u. μεταβάλλεσϑαι τοὺς τρόπους, seine Sitten, sich in den Sitten ändern, Vesp. 1461; so auch im med. Soph., τίς οὖν ἂν ἀξίαν – μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων, El. 1253, das Stillschweigen mit der Rede vertauschen; τὸ οὔνομα, den Namen ändern, Her. 1, 57, öfter; auch οἱ Βρίγες τὸ οὔνομα μετέβαλον εἰς Φρύγας, 7, 73, u, τὰς φυλὰς μετέβαλε ἐς ἄλλα ὀνόματα, d. i. er veränderte ihre Namen, 5, 68; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιον, steh zum Bessern umwandeln, Plat. Rep. II, 381 b; neben ἀλλοιόω, ibd.; τοὺς νόμους u. ä. oft; auch μεταβάλλει παντοίας μεταβολάς, Legg. X, 903 d, öfter; auch so, daß nur der neue Zustand, in den Etwas umgeändert wird, ausgedrückt ist, εἶδος καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν, durch Umänderung eine neue Art herstellen, Rep. IV, 424 c, vgl. VII, 535 d; ἡ πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου μεταβάλλουσα τύραννον, Plut. Timol. 1. – Med. sich verändern, ἱμ άτια, seine Kleider wechseln, Xen. Mem. 1, 6, 6; μεταβαλλόμενος λέγεις, mit veränderter Ansicht sagst du, Plat. Gorg. 481 e; auch vom Waarenumtausch, Soph. 223 d Legg. VIII, 849 d; vgl. μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. Mem. 3, 7, 6. – Aber bei Xen. im Ggstz von προβάλλεσϑαι ὅπλα, den Schild auf den Rücken werfen, wie man auf der Flucht thut, An. 6, 3, 16; auch τὸ δόρυ εἰς τοὔπισϑεν μεταβαλλόμενον διώκειν, de re equ. 8, 10. – 2) häufig intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich umwenden, verändern, umschlagen, μετέβαλον εἰς εὐνομίην, Her. 1, 65, μεταβαλὼν πρὸς Ἀϑηναίους, 8, 109; ὅταν ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσϑαι μεταβάλλῃ, Plat. Parm. 156 c; ἀναγκάσει μεταβάλλειν αὖ ϑἄτερον ἐπὶ τοὐναντίον τῆς αὑτοῦ φύσεως, Soph. 255 a; μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, Rep. VIII, 553 a, öfter; dah. das partic. oft durch »umgekehrt«, »dagegen« übersetzt werden kann, ὃς ἄν τινι ἡμῶν ᾡ φαίνεται καὶ ἔστι κακὰ μεταβάλλων ποιήσῃ ἀγαϑὰ φαίνεσϑαι καὶ εἶναι, Theaet. 166 d, vgl. Conv. 204 e; ἐκ τούτου μεταβαλὼν εἶπε, Xen. Hell. 4,. 3, 13. So übertr. od. absol. auch Isocr. 4, 125, τοσοῦτον μεταβεβλήκασι; Folgde; μεταβάλλει καὶ μεϑίσταται τὰ κατὰ τὰς πολιτείας, Pol. 6, 9, 10; ἅμα τῷ τὴν ὥραν μεταβάλλειν, 3, 78, 6; a. Sp. – Auch sc. χώραν, wegziehen, von den Zugvögeln, μεταβάλλουσι γὰρ ἐκ τῶν Σκυϑικῶν εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου, Arist. H. A. 8, 12 u. A.; von den Ueberläufern, oft Plut.; – μεταβάλλειν τὴν τροφήν, die Speise verändern, d. i. verdauen, sp. Medic.; vgl. Plut. de cap. ex host. util. i. A. p. 271.
-
5 ἄθυρμα
ἄθυρμα, τό, alles, was erfreut, Spielzeug, Ergötzung, Schmuck, Hom. dreimal, Iliad. 15, 363 ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥεῖα μάλ', ὡς ὅτε τις ψάμαϑον παῖς ἄγχι ϑαλάσσης, ὅς τ' ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀϑύρματα νηπιέῃσιν, ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀϑὐρων, Od. 15, 416 ἔνϑα δἑ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυϑον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί' ἄγοντες ἀϑύρματα νηὶ μελαίνῃ, 18, 323 παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ ἀϑὐρματα ϑυμῷ; – Pind. P. 5, 23 nennt Ἀπολλώνιον ἄϑ. den Festreigen des Apollo; δελφῖνες, ἀϑύρματα Νηρηΐδων Arion 11, Freude der Nereiden. Aehnlich Sp. D., ῥόδον ἀφροδισίων ἄϑ., Zierde, Anacr. 53, 8; καλὸν ἄϑ. κάτϑεσαν En. ad. 125 (VI, 37), ein schönes Weihgeschenk. Die Atticisten ziehen es dem παιγνίον vor und wollen ἅϑυρμα schreiben; Cratin. nannte nach Suid. so seine Komödien.
-
6 καθήκω
καθ-ήκω, herabkommen; πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καϑήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen. Gew. sich bis wohin erstrecken (von Gegenden u. Landstrichen); zunächst auch hinab, nach dem Meere hin; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes; ähnlich γήλοφοι καϑῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab; auch καϑῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder. Auch καϑῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καϑηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel; καϑηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; ὅταν οἱ χρόνοι καϑήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt. Daher ὁ καϑήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit; αἱ καϑήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καϑήκῃ, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καϑήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht; τὰ καϑήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit tun; bes. bei den Stoikern: die Pflicht; auch τὰς ἐσϑῆτας καϑηκούσας, geziemende Kleider; ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen. -
7 φοβερός
φοβερός, mit Furcht verknüpft, dah. (1) Furcht erregend, furchtbar, schrecklich; φοβερόν ἐστι, μή, es ist zu fürchten, daß ; ἵππ ος φοβερὸς μὴ ἀνήκεστόν τι ποιήσῃ, ein Pferd, von dem zu fürchten ist, es möge Unheil anrichten; (2) sich fürchtend, furchtsam
См. также в других словарях:
ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… … Dictionary of Greek
ποίηση — η 1. η τέχνη να συνθέτει κανείς ποιήματα: Η ποίηση του Παλαμά. 2. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας περιόδου: Η ποίηση κατά την τουρκοκρατία δεν ήταν αξιόλογη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυρική ποίηση — Ποίηση που εκφράζει κατά άμεσο τρόπο τα υποκειμενικά συναισθήματα, με χαρακτηριστικά μορφής και περιεχομένου που τη διαφοροποιούν από τα άλλα κύρια ποιητικά είδη (έπος και δράμα). Η διάκριση αυτή συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά… … Dictionary of Greek
ποιησῇ — ποιέω make fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήση — ποίησις fabrication fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήσῃ — ποιήσηι , ποίησις fabrication fem dat sg (epic) ποιέω make aor subj mid 2nd sg ποιέω make aor subj act 3rd sg ποιέω make fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… … Dictionary of Greek
αιολική ποίηση — Η λυρική ποίηση που καλλιέργησαν τα αιολικά φύλα, η οποία ονομαζόταν και μονωδιακή λυρική ποίηση, σε αντίθεση με τη χορική ή δωρική ποίηση. Εκτός από τις ειδικές μορφές μέτρου και μουσικής, την ποίηση αυτή τη διακρίνει και μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
γνωμική ποίηση — Ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γ.π. τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα … Dictionary of Greek