Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η+ουσία

  • 101 древесина

    θ.
    ξύλο (η ξυλώδης ουσία ανάμεσα από τη φλούδα και την εντεριώνη). || ξυλεία.

    Большой русско-греческий словарь > древесина

  • 102 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 103 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 104 едкий

    επ., βρ: едок, едка, едко; едче.
    1. καυστικός• διαβρωτικός•

    едкий натрий καυστικό νάτριο•

    -ое вещество διαβρωτική ουσία.

    2. δριμύς, οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός•

    запах δριμεία οσμή.

    3. μτφ. δηκτικός, φαρμακερός, αψύς• καυτερός, πειραχτικός.

    Большой русско-греческий словарь > едкий

  • 105 естество

    ουδ.
    1. φυσικό, φυσική, έμφυτη ιδιότητα, ουσία.
    2. παλ. η φύση, φυσικός κόσμος.

    Большой русско-греческий словарь > естество

  • 106 жиропот

    α.
    σαριά (λιπώδης ουσία των μαλλιών των προβάτων).

    Большой русско-греческий словарь > жиропот

  • 107 залипнуть

    -ну, -пнешь, παρλθ. χρ. залип, -ла, -ло
    ρ.σ. καλύπτομαι με κολλώδη ουσία•

    колеса -ли грязью οι τροχοί σκεπάστηκαν από λάσπη.

    Большой русско-греческий словарь > залипнуть

  • 108 замазать

    ажу
    -ажешь
    ρ.σ.μ.
    1. βάφω• αλείφω• επιχρωματίζω, επιχρείω.
    2. (συγ)καλύπτω, σκεπάζω, αποσιωπώ• κρύβω•

    замазать недостатки καλύπτω τις αδυναμίες•

    замазать противоречия συγκαλύπτω τις αντιθέσεις.

    3. βουλώνω με κολλώδη ουσία•

    замазать окна στοκάρω τα παράθυρα•

    щели βουλώνω τις χαραμάδες.

    4. λερώνω, πασαλείφω.
    εκφρ.
    замазать глаза кому – ρίχνω στάχτη στα μάτια κάποιου (εξαπατώ επιτήδεια)•
    замазать рот – βουλώνω το στόμα (αποστομώνω).
    λερώνομαι, πασαλείφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замазать

  • 109 запах

    α.
    μυρουδιά, οσμή•

    острый δριμεία οσμή•

    дурной запах άσχημη μυρουδιά•

    вещество без -а ουσία άοσμη.

    α.
    σταύρωμα, κλείσιμο των φύλλων του ενδύματος.

    Большой русско-греческий словарь > запах

  • 110 звукоизоляция

    θ.
    μονωτική ουσία ήχου.

    Большой русско-греческий словарь > звукоизоляция

  • 111 играть

    ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,
    επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.
    1. παίζω (για διασκέδαση)•

    играть в куклы παίζω τις κούκλες•

    играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•

    играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.

    || (για διάφορα παιγνίδια)•

    играть в шахматы παίζω σκάκι•

    играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•

    играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.

    2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•

    буря -ет μαίνεται η θύελλα.

    3. αφρίζω, βράζω•

    вино -ет το κρασί αφρίζει.

    4. λάμπω, λαμπυρίζω•

    солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•

    -ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•

    бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•

    румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.

    || κινούμαι, πάλλομαι•

    моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.

    || προσποιούμαι, κάνω•

    играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.

    5. εκτελώ•

    на скрипке παίζω βιολί•

    -ет музыка παίζει η μουσική.

    || μτφ. επιδρώ•

    играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.

    || (διάφορες σημασίες)•

    играть в деньги παίζω με χρήματα•

    играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•

    играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•

    в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•

    в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•

    улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.

    εκφρ.
    играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•
    играть срадьбуπαλ. κάνω γάμο•
    играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•
    играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•
    глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•
    играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•
    играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•
    судьба -ет людмиπαλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.
    1. παίζω.
    2. επιθυμώ• έχω διάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > играть

  • 112 изолировать

    -рую, -руешь, μτχ. ενστ. Ηβο•

    изолировать лирукщий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изолированный, βρ: -ван, -а, -о

    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. απομονώνω, ξεχωρίζω•

    изолировать больных от здоровых απομονώνω τους άρρωστους από τους υγιείς.

    2. περιβάλλω με μονωτική ουσία•

    изолировать провод μονώνω καλώδιο.

    απομονώνομαι•

    изолировать от общественной среды απομονώνομαι από το κοινωνικό περιβάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > изолировать

  • 113 изоляция

    θ.
    απομόνωση•

    изоляция зарозных соль! ных απομόνωση των μολυσμένων ασθενών•

    -преступника απομόνωση του εγκληματία•

    моральная изоляция ηθική απομόνωση.

    (ηλεκτρ.) μόνωση•

    изоляция электрических проводов μόνωση ηλεκτρικών καλωδίων.

    || μονωτική ουσία.

    Большой русско-греческий словарь > изоляция

  • 114 испытуемый

    επ.
    δοκιμαζόμενος, δοκιμαστικός•

    -ое вещество δοκιμαζόμενη ουσία.

    Большой русско-греческий словарь > испытуемый

  • 115 каустик

    α.
    καυστική ουσία.

    Большой русско-греческий словарь > каустик

  • 116 кератин

    α.
    η κερατίνη ουσία.

    Большой русско-греческий словарь > кератин

  • 117 корень

    -рня, πλθ. корни
    -ей α.
    1. ρίζα•

    пустить -и ριζώνω, ριζοβολώ, απολάω ρίζες•

    вырвать с -ем ξεριζώνω•

    корень зуба η ρίζα του δοντιού•

    -и волос οι ρίζες των μαλλιών.

    2. μτφ. αρχή, πηγή, βάση, κύρια αιτία•

    корень зла η ρίζα του κακού.

    || παλ. γένος, οικογένεια• γεναρχία.
    3. (γραμμ.) ρίζα•

    корень и окончание ρίζα και κατάληξη.

    4. (μαθ.) ρίζα•

    извлечь квадратный корень βγάζω τετραγωνική ρίζαι•

    кубический корень κυβική ρίζα.

    εκφρ.
    в - – ριζικά εντελώς, τελείως, καθόλου, πέρα για πέρα•
    в -е я не согласен с вами – διαφωνώ πέρα για πέρα με σας•
    на -ю – αθέριστα (για σιτηρά)•
    - жизниβλ. женьшень• врасти (прирасти) -ими θεμελιώνομαι, ριζώνω, συνδέομαι γερά•
    запрячь (заложитьκ.τ.τ.) в корень ζεύω στο τιμόνι•
    в -е пресечь – προλαβαίνω το κακό, χτυπώ το κακό στη ρίζα (πριν μεγαλώσει)•
    смотреть (ή глядетьκ.τ.τ.) в корень μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης, βρίσκω τη ρίζα, εμβαθύνω•
    краснеть (покраснеть) до волос – κοκκινίζω ως τ αυτιά•
    подорвать (подрубить, подкоситьκ.τ.τ.) под корень τρώγω τις ρίζες, υποσκάπτω τα θεμέλια.

    Большой русско-греческий словарь > корень

  • 118 костный

    επ.
    του οστού, του κόκκαλου, οστεώδης•

    -ая ткань οστίτης ιστός•

    -ое вещество οστεώδης ουσία•

    -ые болезни οστεο-νοσία•

    костный туберкулёз φθίση των οστών.

    || οστέινος•

    костный клей οστεόκολλα•

    костный жир οστεόλιπος•

    -ая мука οστεάλευρο.

    βλ. костяной.
    εκφρ.
    костный мозг – ο μυελός των οστέων, μεδούλι•
    - ая мозоль – (ιατρ.) το οστεόφυτο.

    Большой русско-греческий словарь > костный

  • 119 краситель

    α.
    βαφή (ουσία).

    Большой русско-греческий словарь > краситель

  • 120 красящий

    επ. από μτχ.
    βαφικός, βαπτικός•

    -ее вещество βαφική ουσία.

    Большой русско-греческий словарь > красящий

См. также в других словарях:

  • οὐσία — οὐσίᾱ , οὐσία sum fem nom/voc/acc dual οὐσίᾱ , οὐσία sum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ουσία —         (usia) (греч.) сущность; бытие. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… …   Dictionary of Greek

  • ουσία — η 1. η αμετάβλητη βάση, καθετί που υπάρχει σε αντίθεση με τις μεταβλητές ιδιότητές του (για τους υλιστές η ύλη, για τους ιδεαλιστές η ιδέα, το πνεύμα). 2. η βαθύτερη σημασία, το περιεχόμενο έννοιας: Ποια είναι η ουσία του πράγματος; 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐσίᾳ — οὐσίαι , οὐσία sum fem nom/voc pl οὐσίᾱͅ , οὐσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑσία — ἑσίᾱ , ἑσία a mission fem nom/voc/acc dual ἑσίᾱ , ἑσία a mission fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc/acc dual ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιά ουσία — (Ανατ.). Ουσία του εγκεφαλονωτιαίου άξονα. Bλ. λ. μήνιγγες, νευρικό κεντρικό σύστημα …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • οὐσίας — οὐσίᾱς , οὐσία sum fem acc pl οὐσίᾱς , οὐσία sum fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»