-
21 няня
няняж1. ἡ νταντά, ἡ παιδοκόμος, ἡ παραμάννα, ἡ τροφός·2. (в больнице) ἡ νοσοκόμα [-ος]. -
22 сиделка
сиделкаж ἡ νοσοκόμα, ἡ νοσοκόμος. -
23 nurse
[nə:s] 1. noun1) (a person who looks after sick or injured people in hospital: She wants to be a nurse.) νοσοκόμος,νοσοκόμα2) (a person, usually a woman, who looks after small children: The children have gone out with their nurse.) παραμάνα2. verb1) (to look after sick or injured people, especially in a hospital: He was nursed back to health.) φροντίζω,νοσηλεύω2) (to give (a baby) milk from the breast.) θηλάζω3) (to hold with care: She was nursing a kitten.) κρατώ με προσοχή4) (to have or encourage (feelings eg of anger or hope) in oneself.) τρέφω,καλλιεργώ•- nursery- nursing
- nursemaid
- nurseryman
- nursery rhyme
- nursery school
- nursing-home -
24 sister
['sistə] 1. noun1) (the title given to a female child to describe her relationship to the other children of her parents: She's my sister; my father's sister.) αδερφή2) (a type of senior nurse: She's a sister on Ward 5.) αδελφή,νοσοκόμα3) (a female member of a religious group.) αδελφή,μοναχή4) (a female fellow member of any group: We must fight for equal opportunities, sisters!) αδελφή,συντρόφισσα2. adjective(closely similar in design, function etc: sister ships.) αδελφός -
25 санитарка
[σανιτάρκα] ουσ. θ. νοσοκόμα -
26 сиделка
[σιντιέλκα] ουσ. θ. νοσοκόμα -
27 санитарка
[σανιτάρκα] ουσ θ νοσοκόμα -
28 сиделка
[σιντιέλκα] ουσ θ νοσοκόμα -
29 медицинский
επ.ιατρικός• υγιεινός•-ая помощь ιατρική βοήθεια•
медицинский институт ινστιτούτο ιατρικής•
-ие средства τα φάρμακα•
-ие работники οι υγειονομικοί•
-ое свидетельство πιστοποιητικό γιατρού.
εκφρ.- ая сестра – νοσοκόμα, αδελφή. -
30 медсестра
-ы, πλθ. медсестры, -сестр, -сестрамθ. νοσοκόμα, αδελφή. -
31 милосердие
-
32 милосердный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноεύσπλαχνος, ελεήμονας, καλόψυχος, πονόψυχος.εκφρ.- ая сестра – νοσοκόμα, αδελφή. -
33 няня
-
34 сестра
-ы, πλθ. сестры, сестр, сестрам; θ.1. αδερφή•у меня есть три сестры, а у моего друга пять сестр εγώ έχω τρεις αδερφές, ο φίλος μου έχει πέντε (αδερφές).
2. νοσοκόμα.3. μοναχή, καλόγρια.εκφρ.сестра-хозяйка – επιμελητής, διαχειριστής (παιδικού σταθμού, εστιατόριου κ.τ.τ.)• ваша сестра (γιαγυ-ναίκές) εσείς και οι όμοιες σας•наша - – (για γυναίκες) εγώ και οι όμοιες μου. -
35 сестрица
-ы θ.αδερφούλα. || νοσοκόμα. -
36 сиделка
-и θ.νοσοκόμα. -
37 hemşire
αδελφή, νοσοκόμα -
38 nurse
1) βάγια2) νοσοκόμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ναϊτινγκέιλ, Φλόρενς — (Florence Nightingale, Φλωρεντία 1820 – Λονδίνο 1910). Αγγλίδα νοσοκόμα και φιλάνθρωπος. Στην εποχή του Κριμαϊκού πολέμου προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες για την αναδιοργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών και την περίθαλψη των τραυματιών. Η Ν.… … Dictionary of Greek
νοσοκόμος — ο θηλ. νοσοκόμα αυτός που περιποιείται, φροντίζει αρρώστους: Νυχτερινή νοσοκόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… … Dictionary of Greek
φροντίζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α 1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, η, ο,… … Dictionary of Greek
Αβέρωφ, Μιχαήλα — (Αθήνα 1900 – 1977).Συγγραφέας. Απόγονος της γνωστής οικογένειας Α. από το Μέτσοβο. Έκανε τις εγκύκλιες σπουδές της στην Αθήνα. Έζησε πολλά χρόνια στο Παρίσι, όπου δημοσίευσε στα γαλλικά το πρώτο της βιβλίο La vie impersonnelle d’… … Dictionary of Greek
Άλκοτ, Λουίζ Μέι — (Louise May Alcott, 1832 – 1888). Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος. Ήταν κόρη του παιδαγωγού Έιμος Μπρόνσον Άλκοτ. Σε νεαρή ηλικία έγραψε τα Παραμύθια των λουλουδιών, προορισμένα να διαβαστούν από τη μικρή κόρη του Pαλφ Έμερσον, φίλου και συνεργάτη… … Dictionary of Greek
Θεοδωροπούλου, Αύρα — (Αδριανούπολη 1870 – Αθήνα 1963). Μουσικολόγος και μουσικοκριτικός. Σπούδασε μουσικολογία και από το 1915 δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, αργότερα στο Ελληνικό Ωδείο και, τέλος, από την ίδρυσή του το 1924 και έως… … Dictionary of Greek
Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 … Dictionary of Greek
Μπαχάμες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στον Ατλαντικό ωκεανό. Αποτελείται από περίπου 700 νησιά και νησίδες, που βρίσκονται ΝΑ της πολιτείας Φλόριντα των ΗΠΑ και Α της Κούβας.Διασκορπισμένες σε μια θαλάσσια έκταση μεγαλύτερη από 1.000 τ. χλμ … Dictionary of Greek