-
21 мореплавание
-я ουδ.θαλασσοπλοΐα, θαλασσοπορία, ναυσιπλοΐα.ναυτιλία, ναυτική (τέχνη), πλωτική. -
22 навигация
-и θ.ναυσιπλοΐα, ναυτιλία. -
23 судоходство
-а ουδ.ναυσιπλοΐα• ναυτιλία•речное судоходство η ποταμοπλοία.
-
24 флот
-а, πλθ. флоты α. ο στόλος, το ναυτικό•торговый флот εμπορικός στόλος, η ναυτιλία•
военный флот ο πολεμικός στόλος, το πολεμικό ναυτικό•
парусный флот τα ιστιοφόρα•
рыболовный флот ο αλιευτικός στόλος•
речной τα ποταμόπλοια•
каботажный флот τα ακτοπλοϊκά σκάφη, ο ακτοπλοϊκός στόλος.
εκφρ.воздушный флот – η αεροπορία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ναυτιλία — ναυτιλίᾱ , ναυτιλία sailing fem nom/voc/acc dual ναυτιλίᾱ , ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίᾳ — ναυτιλίαι , ναυτιλία sailing fem nom/voc pl ναυτιλίᾱͅ , ναυτιλία sailing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλία — η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) [ναυτίλος] το επάγγελμα και το έργο τού ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα νεοελλ. 1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη τού ναυτικού 2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ναυτιλία — η 1. η ναυτική τέχνη και η δραστηριότητα στη θάλασσα. 2. το εμπορικό ναυτικό: Η ναυτιλία είναι σπουδαίος οικονομικός παράγοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτιλίας — ναυτιλίᾱς , ναυτιλία sailing fem acc pl ναυτιλίᾱς , ναυτιλία sailing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαι — ναυτιλία sailing fem nom/voc pl ναυτιλίᾱͅ , ναυτιλία sailing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαν — ναυτιλίᾱν , ναυτιλία sailing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλιῶν — ναυτιλία sailing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαις — ναυτιλία sailing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαισι — ναυτιλία sailing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίη — ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)