Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η+μορφή

  • 41 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 42 фигура

    θ.
    1. παλ. μορφή, σχήμα• είδος• φιγούρα•

    фигура земли η μορφή της γης.

    2. σχήμα.• геометрические -ы γεωμετρ ικά σχήματα.
    3. φιγούρα χορού.
    4. μορφή λόγου•

    риторическая фигура ρητορικό σχήμα.

    || γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση ανθρώπου ή ζώου εικόνα η μορφή•

    восковые -ы μορφές από κερί.

    5. κορμοστασιά, παράστημα, φόρμα, κόψη;•

    строиная фигура ωραία κορμοστασιά.

    6. άνθρωπος, πρόσωπο,άτομο•

    -подозрительная фигура ύποπτο πρόσωπο.

    || προσωπικότητα•

    крупная политическая фигура μεγάλη πολιτικήπροσωπικότητα.

    || φιγούρα παιγνιόχαρτου. || (στο σκάκι)δύναμη (βασιλιάς -ίλισσα, ο πύργος, ο αξιωματικός και το άλογο) σε αντίθεση με τα πιόνια.
    εκφρ.
    высшего пилотажа – αεροπορικές επιδείξεις ή ακροβασίες.

    Большой русско-греческий словарь > фигура

  • 43 ἰδέα

    ἰδέα, ας, ἡ (the form εἰδέα is freq. in later Gk.; Pind., Hdt. et al.; pap, LXX, TestAbr; TestBenj 10:1 [deJonge; εἰδέαν Ch.]; AscIs 3:13 [pap col. IX, 3 ἡ εἰδέα]; 4:4 [pap col. XIV, 13f ἐν τῇ εἰδέᾳ]; Philo, Joseph., Just., Ath.—CRitter on εἶδος).
    outward look of someth., appearance, w. focus on physical features (as distinct fr. μορφή, which is freq. used e.g. in assoc. w. suggestion of status or the impression made by it, such as μορφὴ θεοῦ and μορφὴ δούλου Phil 2:6f) (Theognis, Pind. et al.; Artem. 2, 44 φαίνονται οἱ θεοὶ ἐν ἀνθρώπων ἰδέᾳ [v.l. εἰδέᾳ] τε καὶ μορφῇ=the gods show themselves in the semblance and aspect of humans; POxy 1277, 10; Gen 5:3; EpJer 62; 2 Macc 3:16; TestAbr A 11 p. 89, 4 [Stone p. 26]; TestBenj 10:1; Jos., Bell. 3, 508, Ant. 8, 177; Just., A I, 62, 3 ἐν ἰδέᾳ πυρός al.) Hs 9, 17, 1f; ἡ ἰ. αὐτοῦ ἱλαρὰ ἦν his appearance was pleasant 6, 1, 6. κατηφὴς τῇ ἰ. downcast in appearance Hv 1, 2, 3; cp. Hs 6, 2, 5; 9, 3, 1. ἠλλοιώθη ἡ ἰ. αὐτοῦ his appearance changed v 5:4; cp. Lk 9:29 D. ἄλλην ἰ. ἔχειν Hs 9, 1, 4. The rendering face (cp. Diod S 3, 8 of Ethiopians ταῖς ἰδέαις σίμοι; perh. Plut., Flamin. 369 [1, 1]; Field, n. 22) prob. fits Mt 28:3 v.l. (for εἰδέα) and Hv 1, 2, 3; Hs 6, 1, 6; s. εἰδέα.
    a variety of someth., form, kind (Aristoph., Ran. 384 ἑτέρα ὕμνων ἰδέα; Thu. 1, 109, 1; 3, 102, 7; Appian, Mithrid. 22 §87 συμφορῶν ἰδέαι ποικίλαι=various kinds of misfortune, Bell. Civ. 4, 14 §53; 4 Macc 1:14, 18; Philo, Op. M. 22, Praem. 90; Jos., Ant. 15, 416) ἄλλαις βασάνων ἰδέαις with other kinds of torture(s) MPol 2:4 (cp. Thu. 3, 81, 5 πᾶσα ἰ. θανάτου).—S. also εἰδέα.—B. 1212. DELG s.v. ἰδεῖν. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἰδέα

  • 44 вид

    1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή 2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνιση
    το ύφος
    5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ή
    совершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος
    7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδος
    в письменном - е γραπτά, γραπτώς

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вид

  • 45 форма

    1. (внешний облик) η μορφή
    η διαμόρφωση
    το σχήμα
    2. (вид, тип) о τύπ/ος
    το είδος
    аналитическая - αναλυτικός -, βασικός -
    3. (установленный образец чего-л.
    порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα
    4. (приспособление, шаблон) το καλούπι
    η μήτρα
    вогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου
    5. лингв. η μορφή
    звательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα
    7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма

  • 46 облик

    облик
    м
    1. (внешний вид) ἡ ἐξωτερική ὄψη [-ις], ἡ μορφή:
    приятный \облик ἡ εὐχάριστη μορφή· принимать \облик кого́-л. παίρνω τήν μορφή (или τήν ὀψη) κάποιου· менять свой \облик ἀλλάζω ὀψη·
    2. (душевный склад) τό ήθος, ὁ ψυχικός κόσμος.

    Русско-новогреческий словарь > облик

  • 47 вид

    [βίτ] ουσ. α. είδος, (γραμμ). μορφή (τετελεσμένη μορφή, μη τετελεσμενή μορφή)

    Русско-греческий новый словарь > вид

  • 48 вид

    [βίτ] ουσ α είδος, (γραμμ). μορφή (τετελεσμένη μορφή, μη τετελεσμενή μορφή)

    Русско-эллинский словарь > вид

  • 49 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 50 μορφα

         μορφά
         дор. = μορφή См. μορφη

    Древнегреческо-русский словарь > μορφα

  • 51 фигура

    1. физ., мат. το σχήμα, η μορφή
    η φιγούρα (ξεν.)
    2. (положение, позиция) η στάση 3. (физический облик, телосложение) η μορφή
    разг. η κορμοστασιά

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фигура

  • 52 жанр

    жанр м το είδος, η μορφή (καλλιτεχνίας)
    * * *
    м
    το είδος, η μορφή (καλλιτεχνίας)

    Русско-греческий словарь > жанр

  • 53 форма

    форма ж 1) (вид) η μορφή, το σχήμα 2) (одежда) η στολή; спортивная \форма η αθλητική στολή ◇ быть в \формае είμαι σε (или στη) φόρμα
    * * *
    ж
    1) ( вид) η μορφή, το σχήμα
    2) ( одежда) η στολή

    спорти́вная фо́рма — η αθλητική στολή

    ••

    быть в фо́рме — είμαι σε ( или στη) φόρμα

    Русско-греческий словарь > форма

  • 54 ψυχή

    η
    1) душа;

    τον πονεί το ψυχή μου — у меня душа болит за него;

    αυτό το άδικο δεν το ανέχεται η ψυχή μου — я не могу перенести такой несправедливости;

    2) храбрость, мужество, смелость, отвага;

    τό λέει η ψυχή του — он храбрый;

    αυτός έχει ψυχή λαγού — у него заячья душа, он трус;

    3) бодрый дух, энергия;

    αυτή η γυναίκα έχει ψυχή — это энергичная, смелая женщина;

    4) душа, человек;

    τό χωριό έχει εξακόσιες περίπου ψυχές — в селе около шестисот жителей, около шестисот душ;

    ψυχή βαρεία θλιμμένη — неприкаянная душа;

    δεν υπαρχει ψυχή ζωντανή — нет ни живой души (где-л.);

    ψυχ δε φαίνεται πουθενά — нигде не видно ни души;

    οΰτε ψυχ! — ни души!;

    5) бабочка, мотылёк;

    § ψυχ της παρέας (αυτής της δουλείας) — душа компании (этого дела);

    , αυτό βαραίνει στην ψυχή μου — это лежит у меня камнем на душе;

    πιάστηκε η ψυχή μου — у меня дух захватило;

    πήγε η ψυχή μου στην κούλουρη — у меня душа в пятки ушла;

    όσα τραβάει ( — или γουστάρει) η ψυχή σου — сколько твоей душе угодно;

    μου εβγαλε την ψυχή — он мне всю душу вымотал, он меня замучил;

    δεν βαστάει η ψυχή μου — это для меня невыносимо;

    στο βάθος της ψυχής μου — в глубине души;

    εξ όλης ψυχής — или εκ βάθους ψυχής — от всей души;

    με όλη μου την ψυχή — всей душой;

    τον αγαπά με όλη του την ψυχή — он его любит всей душой;

    με την ψυχή μου — а) с большим удовольствием; — за милую душу (разг); — б) со всей энергией, изо всех сил;

    με την ψυχή στο στόμα — ни жив ни мёртв;

    ψυχή τε και σώματι — душой и телом (быть преданным кому-л.); — верой и правдой (служить кому-л.);

    καλή ψυχ! — лёгкой смерти! (пожелание);

    ψυχ μου! — душа моя!;

    τί ψυχή θα παραδώσεις; — как тебе совесть позволяет (так поступать)?;

    δες μορφή και δες ψυχή — или οία η μορφή τοιάδε και η ψυχ — человека по лицу видно;

    ≈ глаза — зеркало души

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψυχή

  • 55 μορφά

    μορφά̱, μορφή
    form: fem nom /voc /acc dual
    μορφά̱, μορφή
    form: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > μορφά

  • 56 вылить

    -лью, -льешь, παρλθ. χρ. вылил, -ла, -ло ρ.σ.μ.
    1. εκχύνω, ξεχύνω, αδειάζω, εκκενώνω•

    вылить воду из бочки ξεχύνω νερό από το βαρέλι.

    2. χύνω μέταλλο•

    вылить колокол из меди χύνω καμπάνα από χαλκό.

    || μτφ. ξεσπώ (για θυμό, αγανάχτηση κ.τ.τ.).
    3. (διαλκ.) εκδιώκω, βγάζω ζώο έξω από τη φωλιά χύνοντας νερό.
    1. εκχύνομαι, ξεχύνομαι, χύνομαι•

    вино -лось из бутылки το κρασί χύθηκε από το μποκάλι.

    || μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, εκφράζομαι•

    твоя привязанность -лась в письме η αφοσίωση σου ήταν διάχυτη στο γράμμα.

    2. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, παίρνω άλλη μορφή, όψη•

    несочувствие -лось в форму бурного протеста η αντιπάθεια πήρε μορφή θυελλώδικης διαμαρτυρίας.

    Большой русско-греческий словарь > вылить

  • 57 диалогический

    επ.
    διαλογικός•

    поэма в -ой форме ποίημα με μορφή διαλόγου•

    -ая речь ομιλία με μορφή διαλόγου.

    Большой русско-греческий словарь > диалогический

  • 58 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 59 образ

    α.
    1. μορφή, εικόνα, όψη είδος, σχήμα. || παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα.
    2. απεικόνιση•

    образ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου.

    3. (για έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας.
    4. τρόπος•

    образ жизни τρόπος ζωής•

    образ правления μορφή διοίκησης•

    образ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέπτεσθαι•

    образ действия τρόπος ενέργειας (δράσης).

    5. οε οργ. πτ. με
    επ. ή αντων. χρησιμοποιείται σαν
    επιρ. με τη σημασία από το επίθετο): коренным -ом ριζικά•

    насильственным -ом δυναμικά•

    главным -ом κυρίως, βασικά, προ πάντων, κατ εξοχήν•

    никоим -ом με κανένα τρόπο•

    равным -ом εξ ίσου•

    некоторым -ом ως ένα βαθμό•

    тем или иным -ом με τον ένα ή τον άλλο τρόπο•

    следующим -ом με τον ακόλουθο τρόπο•

    каким -ом? με τι τρόπο; πως;•

    наилучшим -ом κατά τον καλύτερο τρόπο•

    надлежащим -ом όπως χρειάζεται, δεόντως•

    таким -ом μ αυτόν τον τρόπο, κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι•

    иным -ом κατ άλλον τρόπο.

    εκφρ.
    в -е – εν είδη, ως, σαν•
    по -у и подобию – κατ εικόνα και ομοίωση•
    утратить (потерять) человеческий образ – χάνω την ανθρώπινημορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι).
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) εικόνα,εικόνισμα•

    образ Богородицы εικόνα της Θεοτόκου.

    Большой русско-греческий словарь > образ

  • 60 профилировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. профилированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ. к.σ.μ. σχηματίζω, δίνω μορφή, σχήμα (σε μέταλλα). || κατατομή.
    σχηματίζομαι, παίρνω τη μορφή, το σχήμα.

    Большой русско-греческий словарь > профилировать

См. также в других словарях:

  • μορφή — form fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • μορφή — η 1. η εξωτερική όψη, το σχήμα: Είχε κυλινδρική μορφή. 2. η όψη του ανθρώπου, το σουλούπι, το πρόσωπο: Η μορφή του με εντυπωσίασε. 3. μτφ., τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού, φάση εξέλιξης κάποιου οργανισμού ή γεγονότος: Η μορφή του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφῇ — μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφῆ — Μορφεύς forms fem nom/voc/acc dual Μορφεύς forms fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφῇ — Μορφῆι , Μορφεύς forms fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης …   Dictionary of Greek

  • μορφῆι — μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφῇ , μορφάω pres ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»