-
1 μοναξία
μοναξίᾱ, μοναξίαsolitariness: fem nom /voc /acc dualμοναξίᾱ, μοναξίαsolitariness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 μοναξία
μοναξία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναξία
-
3 μοναξιά
1) loneliness2) solitudeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μοναξιά
-
4 μόνος
Grammatical information: adj.Meaning: `alone'.Compounds: Very often as 1. member, e.g. μόν-(μούν-)αρχος m. `monarch' with - έω, - ία etc. (Thgn., Pi., IA; cf. Scheller KZ 74, 233 n. 1).Derivatives: 1. μονάς, μουνάς, - άδος adj. f. (also m. Schwyzer 507, Chantraine Form. 358) `lonely' Trag., AP), subst. f. `unity' (Pl.; Schwyzer 597) with μοναδ-ιαῖος `of uniform greatness' (Hero), - ικός `consisting of unities, uniform, individual' (Arist.), - ιστί adv. `in unities' (Nicom.), - ισμός m. `formation of unity' (Dam.). -- 2. μοναχ-ῃ̃ (Pl., X.), - ῶς (Arist.) `only in one way', - οῦ (Pl., Thphr.) `onl in one place'; adj. μοναχός `individual' (Arist., Epicur.), also m. `hermit, monk' (AP, Procop.), Lat. monachus, with f. μονάχ-ουσα (Jerusalem VIp), adj. - ικός `belonging to a hermit, monkish' (Just., pap. VIp); subst. μοναχισμός `monastic life', cf. Leumann Sprachgesch. u. Wortbed. 304; μοναχ-όω `get lonely' (Aq.). -- 3. μουνάξ adv. `lonely, alone' (Od., Arat.; to μοναχοῦ etc.?, Schwyzer 620), μοναξία `lonelyness' (sch., Eust.) from *μοναξός as διξός etc., PN Μονάξιος (Vp); Schulze KZ 33, 394f. = Kl. Schr. 313f., Schwyzer 598. -- 4. μονιός, μούνιος `living alone, wild' (Call., AP), μονίας m. `lonely man' (Ael.). -- 5. μονία, - ίη `lonelyness, celibate' (Max.), μονότης f. `unity' (Sm., Iamb.), `singularity' (Alex. Aphr. in Metaph.). -- 6. μουνόθεν (Hdt. 1, 116; v. 1. - οθέντα), μονά-δην (A. D., EM), μουνα-δόν (Opp.) `lonely, alone'. -- 7. Verbs: μονόομαι ( μουν-), - όω `be left alone, leave alone' (Il.; Wackernagel Unt. 122ff.) with μόν-ωσις `lonelyness' (Pl., Ph.), - ώτης m. = μονίας (Arist.), - ωτικός `(left) alone' (Ph.); μονάζω `stay alone, isolate oneself' (LXX, Christ. writers, gramm.) with μονασμός `lonely situation' (Eust.), μοναστήριον `cel of a hermit, cloister' (Ph., pap.), μονάστρια f. `nun' (Just.).Etymology: Beside PGr. *μόνϜος, from where Ion. μοῦνος, Att. etc. μόνος (Kretschmer KZ 31, 444), stands, though in meaning a little apart, *μανϜός in μᾱνός, μανός (s.v.) `thin, rare', which agrees with Arm. manr, gen. manu `small, thin'. An element -u̯o- appears also in the synonymous οἶϜος (s. οἶος) and in ὅλος (s.v.) of related meaning; further *μόνϜος is isolated. A quite different formation with velar shows Skt. manā́k `a little', Lith. meñkas `scanty', Toch. B meṅki `less' a.o.; ambiguous is Hitt. maninku- `short, near' (formation as Lat. prop-inquus? Duchesne-Guillemin Trans. Phil. Soc. 1946 p. 82f., Benveniste BSL 50, 41). On the occasional contact with the group of μινύθω s.v.; also WP. 2, 266 f. Pok. 728 f., W.-Hofmann s. minor. -- Improbable Hahn Lang. 18, 88.Page in Frisk: 2,253-254Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόνος
См. также в других словарях:
μοναξία — μοναξίᾱ , μοναξία solitariness fem nom/voc/acc dual μοναξίᾱ , μοναξία solitariness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… … Dictionary of Greek
μοναξιά — η 1. το να ζει κανείς μόνος του, η απομόνωση: Μετά το διαζύγιο ξαναπαντρεύτηκε γιατί δεν άντεχε τη μοναξιά. 2. απομονωμένο μέρος, όπου δεν υπάρχει επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, η ερημιά: Έχτισε ένα σπίτι στη μοναξιά του βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Kostis Palamas — Die Dichter (1919) von Georgios Roilos. Abgebildet sind verschiedene Dichter der Generation von 1880; in der Mitte Kostis Palamas. Kostís Palamás (gr. Κωστής Παλαμάς; * 13. Januar 1859 in Patras; † 27. Februar 1943 in Athen) war ein ne … Deutsch Wikipedia
μοναξιασμένος — η, ο αυτός που ζει στη μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναξιά + κατάλ. σμένος μέσω ενός αμάρτυρου, ρ. *μοναξιάζω] … Dictionary of Greek
μοναξιότης — μοναξιότης, ἡ (Μ) μοναξιά, απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναξός + κατάλ. ότης με επίδραση τού μοναξία] … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ντεφόε, Ντάνιελ — (Daniel Defoe, Λονδίνο περ. 1660 – Μούρφιλντς 1731). Άγγλος συγγραφέας. Γιος εμπόρου, ασχολήθηκε κι αυτός για ένα διάστημα με το εμπόριο. Η ζωή όμως και η προσωπικότητα του Ν. δεν είναι εκείνες του τίμιου και επίμονου βιοτέχνη, του υπομονετικού… … Dictionary of Greek