Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+μάχη

  • 81 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 82 проиграть

    -аго, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проигранный, βρ: -гран, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χάνω, νικιέμαι, ηττώμαι•

    проиграть дело χάνω την υπόθεση•

    проиграть пари χάνω το στοίχημα•

    проиграть сражение χάνω τη μάχη•

    проиграть судебный процесс χάνω τη δίκη•

    проиграть партию в шахматы χάνω την παρτίδα στο σκάκι.

    || ξεπέφτω•

    проиграть в мнении товарищей ξεπέφτω στη συνείδηση των συντρόφων.

    2. χάνω στο παιγνίδι (χαρτιά, λοταρια κ.τ. τ.).
    3. εκτελώ, παίζω•

    проиграть мазурку на рояле παίζωμαζούρκα στο πιάνο•

    проиграть пластинку παίζωδίσκο γραμμοφώνου.

    4. παίζω•

    дети весь день проигратьли на дворе τα παιδιά όλη τη μέρα έπαιξανστην αυλή.

    || χάνω (λόγω παιγνιδιού)•

    дети проигратьли обед τα παιδιά έχασαν το γεύμα, γιατί έπαιζαν.

    χάνω στα τυχερά παιγνίδια.

    Большой русско-греческий словарь > проиграть

  • 83 разгореться

    -рюсь, -ришься ρ.σ.
    1. ανάβω, καίω καλά•

    костёр -лся η φωτιά άναψε καλά•

    сырые дрова насилу -лись τα χλωρά (υγρά) ξύλα με δυσκολία άναψαν.

    2. μτφ. κοκκινίζω•

    восток -лся η ανατολή κοκκίνισε•

    щёки от беготни -лись τα μάγουλα από το τρέξιμο κοκκίνισαν.

    3. μτφ. φλέγομαι, φλογίζομαι, ερεθίζομαι, ανάβω•

    сердце -лось η καρδιά φλογίστηκε•

    кровь -лась το αίμα άναψε.

    4. φουντώνω, δυναμώνω, γίνομαι σφοδρός, φορτσάρω•

    битва -лась η μάχη άναψε•

    страсти -лись τα πάθη άναψαν.

    εκφρ.
    глаза (и зубы) -лись – έτρεξαν τα σάλια (από μεγάλη επιθυμία).

    Большой русско-греческий словарь > разгореться

  • 84 разыграть

    ρ.σ.μ.
    1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).
    2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•

    разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•

    хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•

    разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•

    разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.

    3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...
    4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.
    5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.
    1. παίζω•

    дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.

    || προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.
    2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.
    3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•

    -лся скандал ξέσπασε καβγάς•

    разыграть бой έγινε μάχη•

    буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.

    Большой русско-греческий словарь > разыграть

  • 85 ратоборство

    ουδ.
    παλ. μάχη.

    Большой русско-греческий словарь > ратоборство

  • 86 рвать

    рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал
    -ла, рвало
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ δυνατά, απότομα•

    не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.

    || βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•

    буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•

    рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.

    || κόβω• μαζεύω•

    рвать цветы κόβω λουλούδια•

    рвать ветки κόβω κλαδιά.

    2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•

    рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•

    собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.

    3. μτφ. διακόπτω•

    рвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. ανατινάζω• σπάζω•

    здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.

    5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).
    6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).
    εκφρ.
    рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•
    рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.
    1. με τραβά απότομα.
    2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.
    3. κόβομαι•

    телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.

    4. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.

    5. σκάζω•

    рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.

    6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•

    рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•

    ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.

    || μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.
    рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.
    (απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвать

  • 87 резерв

    α.
    1. εφεδρεία•

    ввести в бой последние -ы ρίχνω στη μάχη τις τελευταίες εφεδρείες•

    батальон отошл в резерв το τάγμα αποσύρθηκε σε εφεδρεία.

    2. (συνήθως πλθ.)• -ы αποθέματα•

    государственные материальные и продовольственные -ы τα κρατικά αποθέματα σε υλικά και τρόφιμα.

    3. (στρατ.) οι έφεδροι.
    4. (συνήθως πλθ.) -вы, -вов• τα ρείθρα (δεξιά και αριστερά της σιδηροδρ. οδού).
    εκφρ.
    трудовые -ы – εργατικές εφεδρείες (οι μαθητές των επαγγελματικών σχολών).

    Большой русско-греческий словарь > резерв

  • 88 решительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. αποφασιστικός• τολμηρός•

    решительный человек αποφασιστικός άνθρωπος•

    решительный характер αποφασιστικός χαρακτήρας•

    прибегать к -ым мерам καταφεύγω σε αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα.

    2. κρίσιμος•

    решительный бой αποφασιστική μάχη•

    решительный момент настал ήρθε (έφτασε) η αποφασιστική στιγμή•

    решительный поворот αποφασιστική καμπή,

    3. κατηγορηματικός, ρητός• επιτακτικός•

    решительный тон επιτακτικός τόνος.

    4. αναμφίβολος• γνωστός, ξακουστός•

    это решительный - негодяй αυτός είναι ξακουστός παλιάνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > решительный

  • 89 ринуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.μ. παλ. ρίχνω με δύναμη, ορμητικά, σφόδρα.
    ορμώ, επιπίπτω, ρίχνομαι ακάθεκτα•

    -ся в бой ορμώ στη μάχη.

    Большой русско-греческий словарь > ринуть

  • 90 ружьё

    -я, πλθ. ружья, -жей, -жьям
    ουδ. όπλο, τουφέκι•

    охотничье ружьё κυνηγετικό όπλο•

    двухствольное ружьё δίκανο (όπλο)•

    стрелять из ружья πυροβολώ, τουφεκίζω•

    зарядить ружьё οπλίζω το όπλο,

    εκφρ.
    в -! – στα όπλα! (παράγγελμα)•
    в ружьё стать – συντάσσομαι με το όπλο (ένοπλος)•
    быть (находить(ся) под -ьём – α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό•
    поставить под ружьёπαλ. είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση•
    призвать под ружьё – καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)•
    стоять под ружьё – στέκομαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση (είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό).

    Большой русско-греческий словарь > ружьё

  • 91 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 92 сеча

    θ.
    1. παλ. μάχη.
    2. (διαλπτ.) κομμένο μέρος δάσους.

    Большой русско-греческий словарь > сеча

  • 93 смертный

    επ., βρ: -тен, -тна, -о.
    1. επιθανάτιος• νεκρικός•

    смертный час η ώρα του θανάτου•

    -одр νεκρική κλίνη•

    смертный саван νεκροσέντονο,.το σάβανο.

    2. επ. κ. ουσ. θνητός.
    3. θανατικός•

    -приговор θανατική καταδίκη•

    -ая казнь θανατική εκτέλεση.

    || φονικός•

    смертный бой φονική μάχη.

    4. σφοδρός, μεγάλης έντασης, φοβερός• αφόρητος• ανυπόφορος•

    -ая скука φοβερή μελαγχολία•

    -ая тоска θανάσιμη θλίψη•

    смертный враг θανάσιμος εχθρός•

    εκφρ.
    смертный грех – θανάσιμο αμάρτημα•
    - ая клятва – όρκος θανάτου.

    Большой русско-греческий словарь > смертный

  • 94 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 95 схватка

    θ.
    1. σύγκρουση, συμπλοκή-πιάσιμο• άρπαγμα•

    рукопашная схватка πιάσιμο στα χέρια, μάχη σώμα με σώμα.

    || (αθλτ.) λαβή πάλης. || λογομαχία, λογοτριβή, αντεγκλίσεις.
    2. πλθ. схваткаи πόνοι, σφάχτης• σπασμοί•

    родовые -и οι πόνοι του τοκετού•

    схватка матки υστεραλγία, υστερόπονοι•схваткаи в животе σφάχτες στην κοιλιά, δυνατοί κοιλόπονοι.

    3. συνδετήρας, συνδέτης• πιάστρα.

    Большой русско-греческий словарь > схватка

  • 96 сшибить

    -бу, -бшь, παρλθ. χρ. сшиб, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сшибленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. χτυπώ, ρίχνω κάτω χτυπώντας ή σπρώχνοντας•

    сшибить прохожего с ног ρίχνω κάτω το διαβάτη.

    || προσκρούω• χτυπώ.
    εκφρ.
    сшибить спесь (форс, гонор)βλ. έκφραση στο ρ. сбить.
    1. χτυπιέμαι• συγκρούομαι.
    2. μπαίνω, ρίχνομαι στη μάχη, στον αγώνα• χτυπιέμαι. || συναντιέμαι, τρακάρω.

    Большой русско-греческий словарь > сшибить

  • 97 умолкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. умолк κ. παλ. умолкнул, умолкла, умолкло, μτχ. παρλθ. χρ. умолкший
    κ. умолкнувший
    ρ.σ.
    σιγώ, σωπαίνω, σωπώ• σβήνω• παύω, σταματώ•

    умолкнуть умолк пение σίγασε το τραγούδι•

    -кли крики σταμάτησαν οι κραυγές•

    -кли орудия и пулемты σίγασαν τα πυροβόλα και τα πολυβόλα. -нул бой σταμάτησε η μάχη•

    умолк его голос навсегда έσβησε η φωνή του για πάντα (πέθανε)•

    -кли твой чувства έσβησαν τα αισθήματα σου.

    Большой русско-греческий словарь > умолкнуть

  • 98 форменный

    επ.
    1. της καθιερωμένης στολής-форменныйая полицейская фуражка το αστυνομικό καπέλο•

    форменный фрак καθιερωμένο φράκο.

    2. τυπικός, καθιερωμένος.
    3. μτφ. πραγματικός, αληθινός•

    форменный дурак πραγματικός βλάκας•

    в городе шёл -бой στην πόλη γίνονταν πραγματική μάχη.

    Большой русско-греческий словарь > форменный

См. также в других словарях:

  • μάχη — battle fem nom/voc sg (attic epic ionic) μαχάω wish to fight pres imperat act 2nd sg (doric) μαχάω wish to fight pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μαχάω wish to fight imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) συμμαχέω to be an ally… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχῃ — μάχη battle fem dat sg (attic epic ionic) μάχομαι fight pres subj mp 2nd sg μάχομαι fight pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • μάχη — η 1. ένοπλη σύγκρουση δύο στρατών: Ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας πολέμησε στη μάχη των Θερμοπυλών. 2. μτφ., επίμονη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ομάδες: Έγινε μάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους εργαζομένους για τα νέα ασφαλιστικά μέτρα. 3. έντονη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κούνερσντορφ, μάχη του- — Μάχη που οφείλει την ονομασία της στο ομώνυμο γερμανικό χωριό, που βρίσκεται ανατολικά της Φρανκφούρτης επί του Όντερ. Η μάχη αυτή, που έγινε στις 12 Αυγούστου 1759 μεταξύ των ρωσοαυστριακών δυνάμεων του στρατηγού Σαλτικόφ και του πρωσικού… …   Dictionary of Greek

  • Αετού, μάχη — Μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που έγινε στο χωριό Καστανιά, στη θέση Αετός, κοντά στην Υπάτη (Μάιος 1821). Τη θέση αυτή κατέλαβαν οι οπλαρχηγοί Γκούρας, Σαφάκας και Σκαλτσάς προκειμένου να επιτεθούν και να κυριεύσουν την Υπάτη, με τελικό σκοπό …   Dictionary of Greek

  • Μυκάλης, μάχη της- — Μάχη η οποία έγινε τον Σεπτέμβριο του 479 π.Χ. μεταξύ Ελλήνων και Περσών στη νότια παραλία της ομώνυμης χερσονήσου της ΝΔ Μικράς Ασίας. Ο περσικός στόλος, ο οποίος ήταν αραγμένος στη Σάμο, όταν έφτασε η είδηση ότι ο ελληνικός στόλος με αρχηγό τον …   Dictionary of Greek

  • Καπορέτο, μάχη του- — Μάχη μεταξύ του ιταλικού στρατού και των συνασπισμένων γερμανικών και αυστροουγγρικών δυνάμεων, κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, που διεξήχθη κοντά στην ομώνυμη πόλη (σημερινό Κόμπαραντ της Σλοβενίας), στις όχθες του ποταμού Ισόνζο. Εκεί τα… …   Dictionary of Greek

  • Μαντζικέρτ, μάχη του- — Μάχη (1071) μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων στην αρμενική πόλη του Μ., κοντά στη λίμνη Βαν. Ηγέτης του βυζαντινού στρατου ήταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068 1071) και των Τούρκων ο Αλπ Αρσλάν, ο οποίος κατάφερε να τον νικήσει… …   Dictionary of Greek

  • Μάχη του — Σ. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου, από τις 16 Ιουλίου μέχρι τις 10 Αυγούστου του 1941 η σοβιετική στρατιά του στρατάρχη Τιμοσένκο, αντιμετώπισε κοντά στο Σ., τη γερμανική στρατιά του στρατάρχη φον Μποκ με σκοπό να καθυστερήσει την… …   Dictionary of Greek

  • μαχῇ — μάχομαι fight fut ind mid 2nd sg (attic epic ionic) μάχομαι fight pres subj mp 2nd sg (ionic) μάχομαι fight pres ind mp 2nd sg (ionic) μαχάω wish to fight pres subj mp 2nd sg (doric) μαχάω wish to fight pres ind mp 2nd sg (doric) μαχάω wish to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»