-
1 κωπηλασία
κωπηλασίᾱ, κωπηλασίαrowing: fem nom /voc /acc dualκωπηλασίᾱ, κωπηλασίαrowing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κωπηλασίᾱͅ, κωπηλασίαrowing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κωπηλασια
-
3 κωπηλασίᾳ
Βλ. λ. κωπηλασία -
4 κωπηλασία
η гребля, гребной спорт -
5 κωπηλασία
κωπ-ηλᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπηλασία
-
6 κωπηλασία
κωπ-ηλασία, ἡ, das Rudern -
7 κωπηλασία
веcлањеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κωπηλασία
-
8 κωπηλασία
kürek çekme, kürek sporu -
9 κωπηλασία
aviron -
10 κωπηλασία
rowingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κωπηλασία
-
11 κωπηλασίας
κωπηλασίᾱς, κωπηλασίαrowing: fem acc plκωπηλασίᾱς, κωπηλασίαrowing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 κωπηλασίαν
κωπηλασίᾱν, κωπηλασίαrowing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 κωπηλασίαις
κωπηλασίαrowing: fem dat pl -
14 κωπηλασίη
κωπηλασίαrowing: fem nom /voc sg (epic ionic) -
15 rowing
κωπηλασία -
16 гребля
-
17 спорт
1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)* * *мο αθλητισμός, το σπορавтомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία
велосипе́дный спорт — η ποδηλασία
во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ
гребно́й спорт — η κωπηλασία
лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
па́русный спорт — η ιστιοπλοία
занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό
-
18 гребля
гребляж ἡ κωπηλασία, τό κουπί:академическая \гребля κωπηλασία μέ ἀουτρίγκερ ἡ σκίφφ. -
19 τάρσωμα
-
20 гребной
гребн||ойприл κωπηλατικός:\гребнойы́е гонки οἱ κωπηλατικοί ἀγώνες, οἱ λεμβοδρομίες· \гребной спорт ἡ κωπηλασία, τό κουπί· \гребной винт мор. ὀ ἕλιξ (τοῦ ἀτμοπλοίου), ἡ ἑλικα (τοῦ ἀτμοπλοίου).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κωπηλασία — κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc/acc dual κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίᾳ — κωπηλασίᾱͅ , κωπηλασία rowing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek
κωπηλασία — η τράβηγμα του κουπιού, κίνηση πλοίου με τα κουπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωπηλασίας — κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem acc pl κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίαν — κωπηλασίᾱν , κωπηλασία rowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίαις — κωπηλασία rowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίη — κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπηλασία — η (Α κωπηλασία) [κωπηλάτης] 1. το τράβηγμα τού κουπιού 2. η προώθηση τού σκάφους πάνω στην επιφάνεια τού νερού με κατάλληλους χειρισμούς τών κουπιών («τὸν τῆς κωπηλασίας πόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. είδος αθλήματος με κωπήλατες λέμβους 2.… … Dictionary of Greek
υπειρεσία — ἡ, Α κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰρεσία «κωπηλασία». Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.] … Dictionary of Greek
φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek