-
1 κομπόστα
η компот
См. также в других словарях:
κομπόστα — η (λ. ιταλ.), καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης: Θέλει και κομπόστα μετά το φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπόστα — η 1. καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης 2. (γεωπ.) μίγμα αποσυντεθειμένης ζωικής και φυτικής ύλης, που χρησιμοποιείται ως λίπασμα σε κήπους και για τη βελτίωση τών καλλιεργούμενων εδαφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. composta < λατ.… … Dictionary of Greek
βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… … Dictionary of Greek
χουσάφι — και χοσάφι, το, Ν (διαλ. τ.) κομπόστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hoşaf] … Dictionary of Greek
πετ(ι)μέζι — το (λ. τουρκ.) 1. πυκνόρρευστο σιρόπι. 2. γλυκό κουταλιού. 3. κομπόστα από μούστο, αλλιώς ρετσέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)