Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η+κοινή+γνώμη

  • 1 γνωμη

         γνώμη
        дор. γνώμα ἥ
        1) ум, сознание, дух
        

    (φρόνημο καὴ γ. Soph.)

        γνώμης ἔφοδος Thuc. — уловка, хитрость;
        πάσῃ τῇ γνώμῃ Thuc. — всеми помыслами, изо всех сил;
        γνώμαις καὴ σώμασι Xen. — душой и телом;
        τέν γνώμην προσέχειν τινί Her. и ἔχειν πρός τινι Aeschin. — обращать свою мысль, т.е. внимание на что-л.;
        προσεῖχον τέν γνώμην ὡς … Thuc. — они прониклись мыслью, что …

        2) знание, понимание
        

    οὐ γνῴμαν ἴσχεις …;

        Soph. — разве ты не понимаешь …?;
        ἄνευ γνώμης οὔ με χρέ λέγειν Soph. — не зная (в чем дело), я (ничего) не могу сказать

        3) рассудок, разум, здравый смысл
        

    γ. ἥ τοῦ ἐπιεικοῦς ἐστι κρίσις ὀρθή Arst. — рассудок есть правильное суждение о должном;

        ἄτερ γνώμης Aesch. — безрассудно, беззаботно;
        γνώμῃ Xen. и οὐκ ἀπὸ γνώμης Soph. (ср. 4 и 9) — разумно, здраво;
        γνώμην ἱκανός Her. — разумный;
        παρὰ γνώμην διακινδυνεύειν Thuc. (ср. 9) — идти на бессмысленный риск;
        παρὰ γνώμην Dem.против ожидания

        4) мнение, убеждение
        

    τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι или ἔχεσθαι, тж. τῇ γνώμῃ εἶναι Thuc. — быть того же мнения, но ταύτῃ τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι Her. я решительно склоняюсь к тому мнению;

        μιᾷ γνώμῃ Thuc. или ἐκ μιᾶς γνώμης Dem., Plut. — единодушно;
        διὰ μιᾶς γνώμης εἶναι Isocr. и ξυμφέρεσθαι γνώμῃ Thuc. — быть единодушными;
        ἀλλοιότεροι ἐγένοντο τὰς γνώμας Thuc. — они переменили свои мнения;
        ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον Aesch. (ср. 3 и 9) — голосовать в соответствии со своим мнением, т.е. по совести;
        κατὰ γνώμην τέν ἐμήν Her. и γνώμην ἐμήν Arph. — по моему мнению;
        γνώμη ταύτῃ (v. l. γνώμην ταύτην) τίθεμαι Soph.я присоединяюсь к этому мнению

        5) (умо)настроение, склонность
        ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί Her.быть по душе кому-л. или пользоваться чьим-л. расположением;
        οὕτως εἶχε τῆς γνώμης ὡς ἤδη παντελῶς κεκρατηκώς Xen. (у персидского войска) было такое впечатление, что оно уже одержало полную победу;
        εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. — набожно, благочестиво, благоговейно;
        οὐ φίλιαι γνῶμαι Her.недружелюбие

        6) мнение, предложение
        

    (γνώμην εἰσφέρειν Her. и προθεῖναι Thuc.)

        7) мысль, замысел
        

    τίνα ἔχων γνώμην ; Her. — с каким намерением?;

        οὐκ οἶδα γνώμῃ τίνι Soph. — не знаю, с какой целью или на каком основании;
        τοῦ τείχους γ. Thuc.назначение стены

        8) решение, постановление
        9) воля, желание
        

    (γνώμην τινὸς ἐμπιπλάναι и ἐκπιμπλάναι Xen.; βιασθῆναι παρὰ γνώμην Plut. - ср. 3)

        κατὰ γνώμην ἐμήν Eur. — по моему усмотрению;
        ἀφ΄ ἑαυτοῦ γνώμης Thuc. (ср. 3 и 4) — по своему собственному побуждению

        10) сентенция, назидательная мысль, изречение, гнома
        ἔστι δε γ. ἀπόφανσις καθόλου Arst.гнома есть высказывание общего характера

        11) Arst. = γνώμων См. γνωμων 8

    Древнегреческо-русский словарь > γνωμη

  • 2 γνώμη

    I η
    1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;

    σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;

    ορθή γνώμη — правильное мнение;

    ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;

    λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;

    έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;

    δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;

    έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;

    έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;

    κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;

    συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;

    είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;

    είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;

    συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;

    τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;

    γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);

    γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;

    3) мысли; желания, намерения;
    4) согласие, одобрение;

    χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;

    5) характер, нрав; натура;

    δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;

    ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;

    § κοινή γνώμη — общественное мнение;

    γνώμη2
    II η фольк, жена гнома

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνώμη

  • 3 κοινός

    η, ό[ν]
    1) общий; совместный;

    κοινο χαρακτηριστικό — общая черта;

    κοινή υπόθεση — общее дело;

    κοινο καλό — общее благо;

    κοινά έξοδα (συμφέροντα) — общие расходы (интересы);

    η κοινή αυλή — общий двор;

    με κοινές προσπάθειες — общими усилиями;

    από κοινού — сообща, совместно;

    2) публичный, общественный;
    3) обычный, обыкновенный; простой, обыденный; заурядный, средний;

    κοινοί θνητοί — простые смертные;

    4) грам. общий, обоюдный (о роде);

    § κοινή γνώμη — общественное мнение; — общественность;

    κοινός νούς — здравый смысл;

    κοινός τόπος — общее место, избитая, прописная истина;

    κοινή (γυναίκα) — публичная женщина, проститутка;

    κοινό μυστικό — секрет полишинеля;

    τίποτε το κοινό — ничего общего

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοινός

  • 4 επικαλώ

    (ε) (αόρ. επεκάλεσα) μετ. давать прозвище; именовать;

    επικαλούμαι

    1) — быть прозванным; — получать прозвище;

    2) взывать, апеллировать; призывать;

    επικαλούμαι τη βοήθεια — взывать о помощи; — призывать на помощь;

    επικαλούμαι την κοινή γνώμη — апеллировать к общественному мнению;

    3) ссылаться (на кого-что-л.);

    επικαλούμαι τη μαρτυρία — ссылаться на свидетельские показания;

    επικαλούμαι την δείνα διάταξιν τού νόμου — ссылаться на какое-то положение.закона

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επικαλώ

См. также в других словарях:

  • κοινή γνώμη — Σύγχρονος όρος, που πέρασε από την κοινωνιολογική ορολογία στην καθημερινή χρήση, για να χαρακτηρίσει την ομαδική συμμετοχή μιας κοινότητας (έθνους, πόλης) στα διεθνή γεγονότα, στα μεγάλα συμβάντα της επικαιρότητας, στις μεταβολές των ηθών και… …   Dictionary of Greek

  • γνώμη — η 1. κρίση, άποψη, αντίληψη: Πες μου τη γνώμη σου για την υπόθεση αυτή. 2. φρ., «κοινή γνώμη», η γνώμη που διαμορφώνει ο λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»