Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η+κληρονομιά

  • 21 литературный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    φιλολογικός, λογοτεχνικός•

    -ое произведение!.λογοτεχνικό έργο•

    -ое наследство λογοτεχνική κληρονομιά•

    литературный кружок φιλολογικός όμιλος•

    литературный талант φιλολογικό ταλέντο•

    литературный труд λογοτεχνική εργασία•

    -ая деятельность λογοτειχνική δραστηριότητα•

    -ая собственность λογοτεχνική ιδιοκτησία•

    -ое имя φιλολογικό όνομα•

    литературный герой ήρωας λογοτεχνικού έργου•

    -язык φιλολογική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > литературный

  • 22 наследование

    ουδ.
    1. κληρονομιά.
    2. η διαδοχή.

    Большой русско-греческий словарь > наследование

  • 23 наследственность

    θ.
    1. κληρονομικότητα•

    явление -и φαινόμενο κληρονομικότητας.

    2. παλ. κληρονομιά, κληρονόμημα.

    Большой русско-греческий словарь > наследственность

  • 24 отцовский

    επ.
    πατρικός, του πατέρα•

    отцовский дом πατρικό σπίτι•

    -ое наследие πατρική κληρονομιά•

    у него отцовский характер αυτός έχει το χαρακτήρα του πατέρα του•

    -ие чувства πατρικά αισθήματα: -ая линия, πατρική (πατρώα) σειρά ή συγγένεια από τον πατέρα.

    Большой русско-греческий словарь > отцовский

  • 25 патримоний

    α. κ. патримониум
    α. (νομ.) πατρική ή μητρική κληρονομιά.

    Большой русско-греческий словарь > патримоний

  • 26 поступить

    -ступлю, -ступишь
    ρ.σ.
    1. ενεργώ φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι -поступить правильно ενεργώ σωστά•

    поступить осторожно ενεργώ προσεχτικά (επιφυλαχτικά)•

    он -ил дурно в этом деле αυτός φέρθηκε σαν βλάκας σ αυτήν την υπόθεση•

    поступить хорошо с кем-н. φέρνομαι καλά σε κάποιον•

    поступить великодушно φέρνομαι-μεγαλόψυχα.

    2. πιάνω δουλειά, μπαίνω, εισέρχομαι•

    поступить на фабрику πιάνω δουλειά στη φάμπρικα•

    поступить в уни-верситт εισάγομαι στο πανεπιστήμιο•

    поступить в школу πρωτοπηγαίνω στο σχολείο•. поступить на службу μπαίνω στην υπηρεσία.

    3. φτάνω, έρχομαι•

    раненые -ли в госпитал οι τραυματίες έφτασαν στο στρατιωτικό νοσοκομείο•

    -ли жалобы ήρθαν παράπονα.

    || περιέρχομαι, περνώ•

    на-сддство -ло в казну η κληρονομιά περιήλθε στο δημόσιο ταμείο.

    || πηγαίνω•

    сырь -ло в обработку οι πρώτες ύλες πήγαν για επεξεργασία.

    παραιτούμαι από κάτι, απαρνούμαι αποποιούμαι υποχωρώ, ενδίδω,παραχωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > поступить

  • 27 притязать

    ρ.δ. παλ. αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ• αντιποιούμαι•

    притязать на наследство εγείρω αξιώσεις για την κληρονομιά•

    притязать на власть αντιποιούμαι της αρχής (εξουσίας).

    || επιδιώκω, αποβλέπω, αποσκοπώ, έχω βλέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > притязать

  • 28 разделить

    -елю, -елишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разделенный, βρ: -лен, -лена -лено
    ρ.σ.μ.
    1. (δια)μοιράζω, διανέμω• (δια)χωρίζω•

    разделить яблоко на пять частей χωρίζω το μήλοσεπέντε μέρη•

    разделить книгу на глэвы χωρίζω το βιβλίο σε κεφάλαια•

    разделить наследство μοιράζω την κληρονομιά.

    2. διχάζω, διχοτομώ. || απομονώνω, ξεκόβω.
    3. συμμετέχω, παίρνω μέρος.
    4. συμμερίζομαι, συμπονώ, συμπάσχω•

    разделить участь чью-н. συμμερίζομαι τον πόνο (κακή τύχη) κάποιου•

    разделить радость συμμετέχω στη χαρά.Π συμφωνώ, συμμερίζομαι (για γνώμη, άποψη κ.τ.τ,).

    5. (μαθ.) διαιρώ•

    разделить десять на два διαιρώ το δέκα με το δύο.

    1. (δια)χωρ ίζομαι, διχάζομαι•

    река в этом дасте -лась на два рукава το ποτάμι σ αυτό το μέρος χώρισε σε δυο βραχίονες•

    отряд -лся на три партии το τμήμα σε τρεις ομάδες.

    2. μτφ. μοιράζομαι•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    3. χωρίζω•

    дети после смерти отца -лись τα παιδιάμετά το θάνατο του πατέρα χώρισαν.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разделить

  • 29 расточить

    ρ.σ. τορνεύω εσωτερικά, διευρύνω•

    расточить отверстие διευρύνω την οπή.

    τορνεύομαι εσωτερικά, διευρύνομαι.
    ρ.σ.μ.
    1. (γραπ. λόγος)• κατασπαταλώ, διασκορπίζω, εξανεμίζω, διασπαθίζω• αφανίζω•

    расточить имущество, наследство, деньги κατασπαταλώ την περιουσία, την κληρονομιά, τα χρήματα.

    2. βλ. расточать (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > расточить

  • 30 тысячный

    αριθμ. τακτ ικό.
    1. χιλιοστός•

    тысячный ки-ломтр χιλιοστό χιλιόμετρο•

    -ая доля το χιλιοστημόριο.

    || χιλιοαρ ιθμούμενος, -μετρούμενος•

    -ое наследство κληρονομιά μετρούμενη κατά χιλιάδες (τεράστια)•

    -ая толпа μεγάλο πλήθος.

    2. αξίας χιλίων ρουβλιών•

    -ая бумага χαρτονόμισμα χιλίων ρουβλιών, το χιλιάρικο.

    Большой русско-греческий словарь > тысячный

  • 31 эпистолярный

    επ.
    επιστολικός•

    эпистолярный стиль επιστολικά στυλ•

    эпистолярный роман επιστολικό μυθιστόρημα.

    || των επιστολών•

    -ое наследие пушкина επιστολική κληρονομιά του Πούσκιν.

    Большой русско-греческий словарь > эпистолярный

См. также в других словарях:

  • κληρονομία — κληρονομίᾱ , κληρονομία inheritance fem nom/voc/acc dual κληρονομίᾱ , κληρονομία inheritance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομιά — και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) [κληρονόμος.] το σύνολο ή το μέρος τής περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο τού κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β.… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομίᾳ — κληρονομίαι , κληρονομία inheritance fem nom/voc pl κληρονομίᾱͅ , κληρονομία inheritance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομιά — η 1.περιουσία που περιέρχεται μετά το θάνατο του κατόχου της στην κυριότητα άλλου. 2. πνευματική ή ψυχική ιδιότητα που μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά: Έχουν κληρονομιά την εξυπνάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρονομίας — κληρονομίᾱς , κληρονομία inheritance fem acc pl κληρονομίᾱς , κληρονομία inheritance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομίαι — κληρονομία inheritance fem nom/voc pl κληρονομίᾱͅ , κληρονομία inheritance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομίαν — κληρονομίᾱν , κληρονομία inheritance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομιῶν — κληρονομία inheritance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομίαις — κληρονομία inheritance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»