-
1 κήλη
-
2 κήλη
κήλη, ἡ, Geschwulst, bes. Bruch -
3 πωρο-κήλη
-
4 πνευματο-κήλη
πνευματο-κήλη, ἡ, Windbruch, im Leibe, Paul. Aeg.
-
5 πορο-κήλη
-
6 σαρκο-κήλη
σαρκο-κήλη, ἡ, ein Fleischgewächs am Hodensacke, Medic.
-
7 βρογχο-κήλη
βρογχο-κήλη, ἡ, Kehlgeschwulst, Kropf, Medic.
-
8 κιρσο-κήλη
κιρσο-κήλη, ἡ, Geschwulst der Samenadern, Erweiterung der Blutgefäße od. Aderbruch am männlichen Gliede u. am Hodensacke, Medic.
-
9 βουβωνο-κήλη
βουβωνο-κήλη, ἡ, Leistenbruch, Medic. Davon - κηλικός
-
10 ἐπιπλο-κήλη
ἐπιπλο-κήλη, ἡ, Netzbruch, Gal.
-
11 ἐντερο-επιπλο-κήλη
ἐντερο-επιπλο-κήλη, ἡ, Netz- u. Darmbruch, Galen.
-
12 ἐντερο-κήλη
ἐντερο-κήλη, ἡ, Darmbruch, Medic.
-
13 ὑδρο-κήλη
-
14 hernia
-
15 κάλη
-
16 ἀσκο-κήλης
ἀσκο-κήλης (κήλη), ὁ, mit einem weit vorgetretenen Bruch.
-
17 hernia
-
18 ἀσκοκήλης
ἀσκο-κήλης ( κήλη), mit einem weit vorgetretenen Bruch -
19 βουβωνοκήλη
-
20 βρογχοκήλη
βρογχο-κήλη, Kehlgeschwulst, Kropf
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
κήλη — η ξίγκι, σπάσιμο: Έχει κήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήλη — κήλας adjutant masc voc sg κήλη tumour fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηλέω charm pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κηλέω charm imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῇ — κηλέω charm pres subj mp 2nd sg κηλέω charm pres ind mp 2nd sg κηλέω charm pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροκήλη — η (Α μηροκήλη) κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου τού μηριαίου δακτυλίου στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη, ομφαλο κήλη)] … Dictionary of Greek
κηλικός — ή, ό [κήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κήλη 2. αυτός που πάσχει από κήλη … Dictionary of Greek
στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] … Dictionary of Greek
ηπατοκήλη — η κήλη τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatocele < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + cele (πρβλ. κήλη)] … Dictionary of Greek
καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… … Dictionary of Greek
κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) … Dictionary of Greek
κηλογράφος — κηλογράφος, ον (Α) αυτός που έγραφε για θέματα που έχουν σχέση με την κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + γράφος (< γράφω), πρβλ. γλωσσο γράφος, τοπο γράφος] … Dictionary of Greek