-
21 продерзость
-и θ. παλ. θρασύτητα, αυθάδεια• προπέτεια. -
22 резкость
-и θ.1. αδρότητα, ζωηρότητα•красок αδρότητα χρωμάτων.
2. το απότομο, η τραχύτητα• αυθάδεια, θρασύτητα. || βαριές λέξεις, βαριά λόγια• βωμολοχία, αισχρόλογο. -
23 хамство
-а ουδ.1. παλ. αυθάδεια, θρασύτητα, χοντροκοπιά, ανάγωγη συμπεριφορά.2. αθρσ. ο λαοτζίκος, οι κατώτεροι κοινωνικά άνθρωποι. -
24 γεννάω
A- ηθήσομαι Id.4.9
): ([etym.] γέννα):—causal of γίγνομαι (cf. γείνομαι), mostly of the father, beget,ὁ γεννήσας πατήρ S.El. 1412
; οἱ γεννήσαντές σε your parents, X.Mem. 2.1.27;τὸ γεννώμενον ἔκ τινος Hdt.1.108
, etc.; ὅθεν γεγενναμένοι sprung, Pi.P.5.74; of the mother, bring forth, bear, A.Supp.48, Arist.GA 716a22, X. Lac.1.3, etc.:—[voice] Med., produce from oneself, create, Pl. Ti. 34b, Mx. 238a.3 metaph., engender, produce,λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ Democr.196
;παντοίαν ἀρετήν Pl.Smp. 209e
;διανοήματά τε καὶ δόξας Id.R. 496a
, etc.; γεννῶσι τὸν οὐρανὸν [οἱ φιλόσοφοι] call it into existence, Arist.Cael. 283b31; ὁ ἐξ ἀσωμάτου γεννῶν λόγος ib. 305a16, cf. Plot.6.6.9; of numbers, produce a total, Ph. 1.347. -
25 παραιρέω
A :—take away from, withdraw, remove, τι E.l.c.; (lyr.): c. gen. partit., take away part of.., some of..,φρονήματος Id.Heracl. 908
;τῆς λύπης Hyp.Epit.41
;τοῦ φρουρίου Th.3.89
:—[voice] Pass., Hp.Fract.33.2 π. [ἀρὰν] εἰς παῖδα thou hast turned aside the curse on to thy son's head, E.Hipp. 1316.II [voice] Med. with [tense] aor. 2 παρειλόμην, later [tense] aor. 1παρειλάμην LXX Nu.11.25
, Plb.4.51.6:— draw off or away from, seduce, detach, X.Mem.1.6.1; πόλεις παραιρεῖται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας Decr. ap.D.18.181, cf. Ep.3.31;γυναῖκα παρελέσθαι Arist.Pol. 1311b6
.2 take away,τὰ ὅπλα πάντων X.HG2.3.20
, Arist.Ath.37.2;αὐτῆς τὸν βίον παρείλετο Anaxil.22.10
, cf. Men.128.8 ([voice] Pass., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα having their arms taken away, D.19.81); παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητά τινων lessen, damp it, ib.208; π. τοὺς ἐκ δούλου disfranchise them, Arist.Pol. 1278a32; remove privileges, ib. 1285b16; τὰ ἐφόδια παρῃρῆσθαι, in med. sense, had deprived themselves of.., Iphicr. ap. eund.Rh. 1411a12.3 generally, take away, filch from, , cf. E.IT25, etc.;γῆν τῶν γεωργῶν PTeb.5.146
(ii B. C.): metaph.,τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων τὰς ἐλπίδας Phld.Piet.p.94
G.;τὰς ἀγορὰς τοῖς στρατοπέδοις Plb.1.18.9
:— [voice] Pass., τῆς Περαίας ἐκχωρεῖν ἧς αὐτῶν (sc. τῶν Ῥοδίων)παρῄρηται Id.18.2.3
.4 c. acc. pers. et gen. rei, deprive,τινά τινος Zos.1.7
, cf. 23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραιρέω
-
26 πολυχρόνιος
πολυ-χρόνιος, ον,A of olden time, ancient, h.Merc. 125.2 of long standing, τὴν πολυχρονίων (leg. - χρόνιον)Μαρμαριτῶν θρασύτητα Sammelb. 6026
(Cyrenaica, iii A.D.).II lasting for long,νουσήματα Hp.Aph.4.23
, cf.7.6;μουναρχίη Hdt.1.55
;π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.Long. 464b25
; ([comp] Comp.); opp. αἰώνιος, Epicur.Sent.28; long-protracted,Call.
Lav. Pall.128;πολιορκίαι Onos.38.6
;πλέγμα AP5.254.14
(Paul. Sil.): [comp] Comp., Hp.Fract.10, Pl.Ti. 75b: [comp] Sup.,τὰ -ώτατα τῶν ἀνθρωπίνων X.Mem.1.4.16
. Adv. - ίως dub. l. in Hp.Ep.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυχρόνιος
-
27 cheek
1) αναίδεια2) θράσος3) θρασύτητα4) μάγουλο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θρασύτητα — η αναίδεια, αυθάδεια: Τον εξόργισε η θρασύτητα των λόγων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρασύτητα — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στις απαγορευμένες υπαίθριες συναθροίσεις και αναλύεται σε δύο εγκλήματα, αντίστοιχα: την απλή συμμετοχή σε απαγορευθείσα συνάθροιση και την μη απομάκρυνση από συνάθροιση (τυχαία ή μη) έπειτα από τριπλή… … Dictionary of Greek
θρασύτητα — θρασύτης over boldness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боуѥсть — БОУѤСТ|Ь (43), И с. 1.Удаль, отвага, неустрашимость: имь же чтетсѩ [жертвенной кровью] б҃гыни. и си же д҃ва. ти же бо и. малакию чтоша. и буесть почтоша. (ϑρασύτητα) ГБ XIV, 16а; аще лучитсѩ и дв҃цамъ послужити арѳемидѣ. нагы не закрывающе… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα … Dictionary of Greek
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek
блѧдьство — БЛѦДЬСТВ|О (14*), А с. 1.Обман, ложь, пустословие: ни инѣмъ словесьмъ тъщеславивымъ. и кычивыимъ. нъ въсприѥмъ ѥлико на пользоу соуть. съложени˫а словесъ и съставлѥни˫а. проча˫а всѣмъ ѡстави. ими же соуѥть˫а словеса. и гл҃и бл˫адьствомъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AUDACES — I. AUDACES apud Claudian. de Bell. Gildon. v. 220. Audaces legat ipsa viras, qui colla ferarum Arte ligent, certôque premant venabula nisu: Iustiniano Novellâ 105. εὐδοκιμοῦντες τῇ τόλμῃ, alias παράβολοι, homines dicti sunt perditaeac desperatae… … Hofmann J. Lexicon universale
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
έκτολμος — ἔκτολμος, ον (Μ) 1. θρασύς, παράτολμος 2. επίρρ. ἐκτόλμως με πολλή τόλμη ή θρασύτητα, παράτολμα … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek